Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ΝΥΧΤΑΣ


 

Όμορφες οι φανταστικές ιστορίες, ανάλαφρα κυλάνε στη κάψα, που μας κάνει να θέλουμε να καθίσουμε ακίνητοι ώρες, μπροστά σε μια εστία δροσιάς. Θυμήθηκα μια ωραία ιστορία, να σας πω σας παραμύθι. Δεν έχει κάποιο σπουδαίο νόημα , ένα παραμύθι για να περάσει η ώρα. Αν σκεφθούμε βέβαια, πως κάποιος όντως έζησε κάτι τέτοιο, αποκτάει άλλο βάρος η ιστορία.

ΜΙΑ ΑΛΛΟΚΟΤΗ ΙΣΤΡΟΡΙΑ (αγνώστου συγγραφέως)

( Η ιστορία που θα διαβάσετε είναι προϊόν μυθοπλασίας, Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπωματική)

Μετά από μια περίοδο ανεργίας  αποφάσισα να φύγω μακριά από τη πόλη μου, κι όπου βρω δουλειά. Βρήκα σ΄ένα νησί , μια φοβερή φάση ξενοδοχείου μόνο του απομονωμένο στη μια άκρη του νησιού, χτισμένο πάνω σε ένα βράχο. Το δωμάτιο μου ήταν μικρό αλλά χτισμένο όπως όλα τα δωμάτια προσωπικού στο ψηλότερο σημείο, πάνω από τη θάλασσα, και δίπλα είχα ένα εκκλησάκι που είχε χτίσει ο ιδιοκτήτης για να βάλει μέσα ένα οστεοφυλάκιο με τα κόκκαλα των γονιών του.

Οι δυο κοπέλες παρουσιάστηκαν στη ρεσεψιόν μέσα Αυγούστου, σουηδέζες, παρακάλαγαν για ένα δωμάτιο σε full season.  Για καλή τους τύχη και για κακή δική μου βρέθηκε ένα δίκλινο που κάποιος είχε αφήσει ξαφνικά. Τις βάλαμε εκεί.  Τη δεύτερη νύχτα της διαμονής τους θα ήταν η μεγάλη πανσέληνος του Αυγούστου. Δεν είχα βρεθεί ποτέ σε νησί με τη μεγάλη πανσέληνο. Θα το απολάμβανα γιατί είχα πρωινή βάρδια κι έτσι το βράδυ ήμουν ελεύθερη.

Ένας ήλιος έβγαινε μέσα από τη θάλασσα. Μέσα στο σκοτάδι ένας ήλιος κατακόκκινος έβγαινε μέσα από μια μαύρη θάλασσα. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν ένα βουνό που φλεγόταν. Έμεινα  να κοιτάζω μαγεμένη. Νόμιζα πως θα απλώσω το χέρι και θα άγγιζα την εικόνα . Θα την άγγιζα και θα με έκανε κάρβουνο αλλά δεν θα μ ένοιαζε.  Δεν χρειάστηκε όμως να την αγγίξω για να καώ γιατί η κόλαση ήδη είχε ξεκινήσει λίγα μέτρα πιο κει από το δωμάτιό μου.

Στην αρχή άρχισε να φυσάει ένα αεράκι, πράγμα όμορφο για τη ζέστη που μας έλιωνε από το πρωί, όμως αυτή η γαλήνη που σου δίνει το αεράκι άρχισε να παραξενεύει το κόσμο στο ξενοδοχείο μόλις μετατράπηκε σε ένα πολύ δυνατό άνεμο που άρχισε να σηκώνει τα πάντα. Έτσι ξαφνικά μέσα σε μερικά λεπτά.  Τραπεζομάντηλα έφευγαν, ποτήρια μπουκάλια έπεφταν, μέχρι που έσπασε κι ένα τζάμι κι άρχισαν όλοι να κοιτάζουν τρομαγμένοι τη θάλασσα που είχε σηκώσει ένα κύμα μεγάλο λες και κάποιος θυμωμένος θεός φύσαγε μανιασμένα πάνω της…

Κι όπως ξαφνικά όλα είχαν γίνει άνω κάτω από τον άνεμο, σταμάτησαν. Ο άνεμος εξαφανίστηκε και πέσαμε στην πιο απίστευτη άπνοια. Δεν μπορούσαμε στη κυριολεξία να αναπνεύσουμε. Το ντεκόρ συμπληρώθηκε με ένα ξαφνικό μπλακ αουτ. Σβήσανε όλα τα φώτα και η γεννήτρια δεν πήρε μπρος…

Και τότε άρχισε η δική μου κόλαση. Η πόρτα από το εκκλησάκι ανοιγόκλεισε με θόρυβο. Πήγα να δω ποιος μπήκε μέσα. Δεν ήταν κανείς. Σκοτάδι. Άναψα ένα κερί και κοίταξα γύρω μου όλα εντάξει αλλά η πόρτα άνοιξε πάλι κι έκλεισε με θόρυβο. Χωρίς να φυσάει πια ούτε μια στάλα από αεράκι. Ένοιωσα να με διαπερνάει ένας απέραντος φόβος γιατί ένοιωθα γύρω κάποιον, κάτι χωρίς να βλέπω… Βγήκα του σκοτωμού από το εκκλησάκι και το μάτι μου έπεσε στο παράθυρο στο δωμάτιο του 1ου ορόφου που είχε φως, ένα αμυδρό φως από κερί. Γύρω μου όλοι έτρεχαν άλλοι να μπουν στα δωμάτια, άλλοι να βρουν τα πράγματα τους και το αφεντικό με δυο μαστόρους να προσπαθούν να φτιάξουν τη γεννήτρια.

Στο δωμάτιο του 1ου έμεναν οι σουηδέζες.  Μ έσπρωχνε κάτι εκεί. Δεν τις ήξερα. Δεν μας είχαν καλέσει αλλά εγώ ήθελα να δω. Χτύπησα στο δωμάτιο τους και μου είπαν να περάσω χαμογελαστές. Και τότε είδα μια σκηνή γνώριμη από κάτι θριλεράκια β κατηγορίας. Μερικά κεριά στο πάτωμα κι ένας πίνακας με περίεργα σχήματα. Τι έκαναν οι γκόμενες? Καλούσαν τα πνεύματα? Ψάχνανε να βρουν το διάολο τους? Μάλλον τον βρήκαν.

Η μια από τις δυο μου έκλεισε το μάτι. Μου είπε χαμογελώντας,  « Έλα πιο κοντά δεν θα σε πειράξει κανείς μη φοβάσαι άλλωστε την έχεις γλυτώσει τόσες φορές, πρέπει να έχεις συνηθίσει» Το μυαλό μου νόμιζα πως θα εκραγεί,  δεν ήθελα να ακούσω τίποτα άλλο,  έφυγα.

Και τότε ακούστε εκείνο το ουρλιαχτό. Ένας λύκος που φώναζε. Ένας λύκος σ΄ένα ελληνικό ξερονήσι στη μέση της θάλασσας. Έφυγα τρέχοντας και κρύφτηκα στο δωμάτιό μου. Φοβόμουν τόσο πολύ που δεν έβγαινε ούτε λέξη από το στόμα μου.  Είχα παγώσει.

Κουκουλώθηκα κάτω από τα σεντόνια κι άρχισα να προσεύχομαι. Δεν ήξερα σε ποιο θεό, δεν ήξερα το γιατί, δεν ήξερα ποιος ήταν ο φόβος μου αλλά προσευχόμουν να τη βγάλω καθαρή.  Και κράταγα το σταυρό μου σφιχτά στα χέρια μου. Εκείνο το σταυρό που δεν αποχωριζόμουν ποτέ. Με το τριμμένο λουρί και τα φαγωμένα γράμματα επάνω του. Τον είχα βγει πριν από χρόνια χωμένο στην άμμο σε μια παραλία και δεν τον αποχωρίστηκα ποτέ.

Η βραδιά πέρασε χωρίς τελικά να δούμε το διάολο μπροστά μας αλλά την επόμενη μέρα αυτί γι΄αυτόν είδαμε ένα περιπολικό να σταματάει. Ψάχνανε να βρουν ένα Γερμανό που είχε διανυκτερεύσει στο ξενοδοχείο μας. Πράγματι αυτόν τον είχα ξεχάσει, ένα παράξενο τύπο που είχε ζητήσει μια βραδιά στο ξενοδοχείο μας τη προηγούμενη. Παράξενος γιατί κατακαλόκαιρο και φορούσε ένα σκούρο κουστούμι.  Ψάξαμε να τον βρούμε αλλά είχε φύγει, το ίδιο και οι σουηδέζες. Η αστυνομία έδωσε σήμα να γίνει έρευνα σε όλο το νησί.

Όπως μας εξήγησαν ο τύπος το είχε σκάσει από μια κλινική στη Γερμανία. Ήταν παράφρων και είχε διαπράξει διάφορες αρκετά ειδεχθείς πράξεις στο παρελθόν μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν η υποψία για την εξαφάνιση ενός μικρού κοριτσιού που δεν βρέθηκε ποτέ. Διάφοροι μάρτυρες είχαν δει αυτό το τύπο να το βάζει στο αυτοκίνητο του αλλά κανείς δεν μπόρεσε να το αποδείξει ποτέ.

Η ιστορία μας είχε επηρεάσει όλους τόσο που στο τέλος της σεζόν, πριν γυρίσουμε στα σπίτια μας μαζευτήκαμε μια παρέα κι αποφασίσαμε ν΄ανέβουμε στο Άγιο Όρος. Μας είχε πιάσει μια μανία θρησκευτικότητας λες και θα βγάζαμε από πάνω μας όλο εκείνο το φόβο…

Φτάσαμε Ουρανούπολη τέλη Σεπτέμβρη. Οι άντρες της παρέας πέρασαν απέναντι εμείς μείναμε να τριγυρνάμε στη πόλη μέχρι να επιστρέψουν. Γύρισαν κι έφεραν μαζί τους δυο φιγούρες.  Ένα χοντρούλη κύριο κι ένα γέροντα καλόγερο.  Μάθαμε πως ήταν ένας γέρος ασκητής που ήρθε μαζί τους Ουρανούπολη γιατί έπρεπε να δει ένα γιατρό κι ο προστατευόμενος του ο  Γιώργος. Ο Γιώργος ήταν παλιά τρόφιμος σ΄ένα ψυχιατρείο μέχρι που πήρε και κλείστηκε στο Άγιο Όρος. Ζούσε κι αυτός σαν ασκητής. Μας είπε πως όλα αυτά που έλεγε και τον έπαιρναν για τρελό ο πνευματικός του πατέρας τα καταλάβαινε και του έδινε συμβουλές πως να απαλλαγεί από τα δαιμόνια που τον τριγύριζαν….

Καθίσαμε όλη η αλλόκοτη παρέα το βράδυ σε ένα ταβερνάκι. Ένας από τα παιδιά είχε μαζί τη κιθάρα του κι έπαιξε το «γέλα πουλί μου γέλα είναι η ζωή μια τρέλα».. Ο καλόγερος μου είπε να μην το ξεχνάς αυτό το τραγούδι, και να γελάς σε όλη τη τρέλα που θα γνωρίσεις στη ζωή σου, και θα γνωρίσεις αρκετή.

Αργότερα αυτό το τραγούδι θα με στοίχειωνε… Θα έδινε ένα νόημα σε όλα όσα είχαν συμβεί εκείνο το καλοκαίρι…

Είχε περάσει 1 χρόνος από την εκδρομή στην Ουρανούπολη. Βρισκόμουν σε μια επαρχιακή πόλη και πέρναγα ένα μεγάλο ζόρι.  Άνεργη , χωρισμένη, άφραγκη, και μια ψυχολογία στα τάρταρα πως όλα έχουν γίνει στάχτη… Είχα πάρει το αυτοκίνητο κι έκανα μια μακρινή βραδινή βόλτα να ξελαμπικάρει το κεφάλι μου. Το ζήτημα είναι πως κατάφερα να ξελαμπικάρω για τα καλά. Σε κάποια φάση δεν ξέρω πως, είχα ένα φοβερό τρακάρισμα. Το αυτοκίνητο έγινε μια μάζα σίδερα.  Το μόνο που θυμάμαι είναι που προσπαθούσαν να με απεγκλωβίσουν από το αυτοκίνητο μου που είχε γίνει σμπαράλια γύρω από το κάθισμα του οδηγού,  και φώναζαν « η γυναίκα να δούμε αν είναι ζωντανή» κι εγώ που βγήκα τελικά όρθια χωρίς να έχω ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΓΡΑΤΖΟΥΝΙΑ, και τους ρώτησα απορημένη… τί έγινε…

Δεν μπορούσε κανείς να πιστέψει πως μέσα από εκείνη τη μάζα από σίδερα τσαλακωμένα βγήκε άνθρωπος ζωντανός και μάλιστα χωρίς ούτε μια γρατζουνιά. Πολλές φορές στη συνέχεια της ζωής μου αναρωτήθηκα αν όντως βγήκε το ίδιο άτομο από εκεί μέσα από εκείνο που είχε αρχικά μπει…

Όταν μετά από ένα μήνα φτιάχτηκε το σαραβαλάκι μου (όπως όπως)  έκανα κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ μέχρι τότε στη ζωή μου και πολλές φορές είχα κοροϊδέψει. Πήγα σε ένα μοναστήρι που λέγαν πως υπάρχει μια θαυματουργή εικόνα για να κάνω ένα τάμα… Το μοναστήρι ήταν χτισμένο πάνω σ΄ένα υπέροχο καταπράσινο λόφο. Πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που πάταγα το πόδι μου σ΄ένα τέτοιο χώρο. Βρήκα την αίθουσα με την εικόνα και καθόμουν και χάζευα χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Με πλησίασε μια μοναχή, με κοίταξε και μου είπε «μη ντρέπεσαι να προσευχηθείς, εδώ είσαι μόνη σου δεν σε βλέπει κανένας παρά μόνο ο θεός»… κι έφυγε χαμογελαστή.

Έψαξα μετά να την βρω γιατί μου είχε κάνει εντύπωση πόσο όμορφα μίλαγε. Δεν τη βρήκα πουθενά σ΄ολο το μοναστήρι κι η περιγραφή που έκανα δεν θύμιζε τίποτα στις υπόλοιπες μοναχές…

Στο δρόμο του γυρισμού πήγαινα αργά κι είχα βάλει ν΄ακούσω μουσική. Άρχισε να παίζει το «γέλα πουλί μου γέλα είναι η ζωή μια τρέλα» και τότε έγινε αυτό που λέμε θαύμα. Πάτησα ένα φρενάρισμα γιατί διέσχιζε το δρόμο ο γέρος καλόγερος που τραγουδούσα μαζί του στην Ουρανούπολη… Δεν πίστευα αυτό που συνέβαινε αλλά μέχρι να το συνειδητοποιήσω είχε χαθεί στα χωράφια…

Γυρίζοντας σπίτι χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν ένα παιδί από τη παρέα που είχαμε πάει μαζί Ουρανουπολή. Σε παίρνω να σου πω ένα νέο δυσάρεστο μου είπε. Με ειδοποίησε ο Γιώργος από πάνω, πως ο γέροντας που τραγουδάγαμε μαζί σήμερα το πρωί ξεψύχησε….

Ήξερα πως κάτι πολύ σπουδαίο είχε συμβεί στη ζωή μου, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω το νόημα όλων αυτών. Αποφάσισα να πάω ξανά σε εκείνο το μοναστήρι, περισσότερο για να βρεθώ κάπου ήρεμα, σε ένα χώρο ησυχίας και περισυλλογής.  Δυστυχώς δεν μπόρεσα, όταν πλησίαζα κοντά είδα από μακριά το μοναστήρι καμένο. Ρώτησα ένα κάτοικο του χωριού, μου είπε «μεγάλη συμφορά, μετά από τόσους αιώνες η θαυματουργή εικόνα άρπαξε φωτιά και κάηκε και μαζί της ένα μεγάλο κομμάτι του μοναστηριού.

 

«Ο Άνθρωπος της Αλήθειας είναι πέρα από το Καλό και το Κακό. Ο Άνθρωπος της Αλήθειας ξέρει ότι όλα είναι Ένα. Ο Άνθρωπος της Αλήθειας ξέρει ότι η Φαντασία είναι η Αλήθεια, ότι η Ψευδαίσθηση είναι η Πραγματικότητα και ότι η Ουσία είναι η Μεγάλη Απάτη» είπε με έμφαση η φωνή που δεν ήταν φωνή.  Χ. Φ. Λάβκραφτ «Πέρα από τις Πύλες του Ασημένιου Κλειδιού»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου