Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΣΟΥ?

 

Πιστεύω πως τρεις καταστάσεις αναδεικνύουν την προσωπικότητα ενός ανθρώπου, και αν θέλετε την ποιότητα από  το «μέσα του». Ο τρόπος που συμπεριφέρεται όταν οδηγεί , ο τρόπος που "τζογάρει"  και ο τρόπος που αντιμετωπίζει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας.

Η οδήγηση είναι ένα άθλημα που ανάλογα με το ποιος είναι πίσω από το τιμόνι, μπορεί να είναι ευχάριστο ή θανατηφόρο, για τον ίδιο και για τους άλλους. Υπάρχουν οι οδηγοί που θα αναδεικνύουν το υπετροφικό εγώ τους, οι φοβιτσιάρηδες που θα οδηγούν καμπουριαστοί, οι στ@ρχιδιστές που θα περνάνε το στοπ μιλώντας στο κινητό, οι οδηγοί του σαββατοκύριακου ή των διακοπών και άλλες πολλές κατηγορίες. Ο πατέρας μου επαγγελματίας οδηγός έλεγε να προσέχεις πάντα τους ηλικιωμένους στο τιμόνι,  με καβουράκι τα κυριακάτικα πρωινά.  

Σε κάθε περίπτωση η ουσία της ύπαρξης μπορεί να συνοψιστεί σε κάτι που έλεγε ένα παλιό μου αφεντικό.

«Στη ζωή οι άνθρωποι χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Εκείνοι που γεννιούνται γέροι κι εκείνοι που πεθαίνουν νέοι».   

Το δυστύχημα στην εποχή μας είναι πως η ζυγαριά έχει γύρει επικίνδυνα προς την πρώτη κατηγορία. Είναι το φαινόμενο της απόλυτης εξέλιξης στο πόλεμο κατά της γήρανσης του σώματος, με άριστα αποτελέσματα από πλαστικούς που διορθώνουν κάθε ελάττωμα, και φτιάχνουν συνεχώς Ντοριαν Γκρέυ πανέμορφους με σιδερωμένο κάθε αποτύπωμα γήρανσης, με θλιβερό αντίτιμο τους αμέτρητους πλέον πίνακες που απεικονίζουν την σαπισμένη ψυχή στα υπόγεια των νοικοκυρεμένων σπιτιών.

Στο δωμάτιο της χημειοθεραπείας,  απέναντι μου ήταν δυο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι…

Ένας παππούς που έκανε θεραπεία με 6 μπουκάλες…. Κάθε φορά, κάθε εβδομάδα και διαμαρτυρόταν γιατί η Μαιρούλα η νοσοκόμα είχε άδεια, κι εκείνος ήταν εκεί για να βλέπει την ομορφιά της! Στη συνέχεια μας έλεγε ανέκδοτα, όλος ο θάλαμος γελούσε.

Στη γωνία ήταν ένα νεαρό αγόρι, 26 χρονών που δεν ήθελε να ακούσει ή να δει τίποτα, κοιτούσε συνέχεια με τα μάτια σβησμένα σε ένα κενό, ίσως προσπαθούσε να βρει ένα λόγο γιατί να βρίσκεται σε εκείνο το δωμάτιο, όπως τόσα άλλα νεαρά αγόρια και κορίτσια που περίμεναν απέξω τη σειρά τους…

Η εποχή μας έχει μια τραγικότητα…

Ηλικιωμένους με γεμάτο παρελθόν….

Και νέους με άδειο μέλλον….

 


Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΟΤΕ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑΜΕ ΝΑ ΡΩΤΑΜΕ?

 


Λέω ας τριγυρίσω λίγο σε διαφορες σελίδες στο διαδίκτυο ετσι να δω κάποιες ειδησεις τι συμβαίνει, γιατι εδώ κι ένα μηνα είχα απομακρυνθεί λίγο από τα δρώμενα.  Μια πριγκίπισα παντρεύτηκε με ένα μαυρο σαμάνο, ο Αντεντοκούμπο έκανε το γάμο του στο Κόστα Ναβαρίνο, ο Κασελάκης παντρεύτηκε στη Κρήτη, κάποιος νάρκωνε τη γυναίκα του κι έβαζε τύπους να τη βιάζουν, ενα παιδί έσφαξε την οικογένεια του, οι σταρ που παρελάζουν στο κόκκινο χαλί, τι θα φορεσουν οι ινφλουένσερς το χειμώνα, πιο φρέσκες ενα μακελειό στη Τζιόρτζια, όπως κι ένα άλλο στη Γερμανία, ένας μακρύς κατάλογος από ανθρώπους ανώνυμους κι επώνυμους κάθε ηλικίας που έτσι "ξαφνικά" φεύγουν.... 

Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την κανονικότητα σε δυο μεγάλες κατηγορίες αν ήμασταν συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Από τη μία ένα πλήθος από ανθρώπους της Μαντζουρίάς που ακούνε ξαφνικά τη λέξη κλειδί και εκτελούν συμβόλαια βίας και θανάτου και από την άλλη στρατιές από αχυρανθρώπους που στολίζουν την ανούσια καθημερινότητα των παραδομένων στο τίποτα πλέον ανθρώπων με φύκια και μεταξωτές κορδέλες. Το πρόβλημα είναι πως ακόμα και οι πιο απάνθρωπες ειδήσεις είναι πλέον ρουτίνα. Ολα έγιναν μια συνεχόμενη ρουτίνα, όπου τα κοπάδια βελάζουν είτε με αναστεναγμούς θλιμένους όταν η είδηση έχει πολύ αίμα ή χαμογελάνε σαν χάνοι όταν βλέπουν τους κλόουν στο  τσίρκο να κάνουν νούμερα. 

Γύρω από όλο αυτό το συρφετό, οι εναπομείναντες κανονικοί άνθρωποι προσπαθούν να βρουν τη κατάλληλη σακούλα να βάλουν στη μούρη για να πάρουν βαθειές ανάσες στις κρισεις πανικού. Κοιτάζουν τον/την αγαπημένη καθώς κοιμάται στο κρεβάτι, κρατιούνται από το χαμόγελο των παιδιών τους ή το αστείο ενός φίλου καθώς πίνουν ενα καφέ, μια μικρή απόδραση στην εξοχή για να ξεφύγουν τα μάτια από τα τσιμέντα και τη βρώμα, ένα δώρο έκπληξη με όμορφο περιτύλιγμα σε μια επαίτειο, αναμνήσεις από ένα χθες που έφυγε, υπομονή για ένα αύριο που ίσως γίνει καλύτερο...

Που βρίσκεται τελικά ο Παράδεισος? Πως κατάφερνε ο ταξιδιώτης του ουρανού να ξεφεύγει από τα δεσμά του και να ταξιδεύει στο άπειρο σύμπαν αφήνοντας τους δεσμοφύλακες να κοιτάνε τα απομεινάρια ενός σαρκίου που νόμιζαν πως είχαν φυλακίσει? Στην αυπνία προσπαθεί κάποιος να μετράει προβατάκια μήπως και καταφέρει να φυλακίσει τις βασανιστικές σκέψεις και να ξεκουράσει επί τέλους το σώμα. Στο ξύπνιο ποια είναι αυτά τα προβατάκια?  Οι χειραγωγοί των ανθρώπινων συνειδήσεων έχουν βρει ένα μακρύ κατάλογο από εικόνες με αριθμησμένα προβατάκια να περνούν μπροστά από τα μάτια των σκλάβων τους και να τους αποκοιμίζουν γλυκά σε ένα συνεχόμενο .. τίποτα.

Μέσα σε όλα τα ηλίθια βιντεάκια που μου πετάει το φατσοβιβλίο, υπήρχε ένα που έδειχνε ένα βοσκό να κάθεται σε ένα βράχο ψηλά σε ένα βουνό και να παίζει μια μελωδία με τη φλογέρα του, κι ένα άλλο που έδειχνε ένα σκυλάκο να κάθεται ώρες ακίνητος στην άκρη στη παραλία να χαζεύει τη θάλασσα, κι ένα άλλο έδειχνε ένα παιδί να μετράει τα άστρα. Κάποιος μοναχικός τύπος έχει βυθιστεί σε ένα παλιό βιβλίο μαγεμένος, μια γυναίκα ζυμώνει ψωμί για τα παδιά και τα εγγονία, ένα παππούς αναπολεί τα νιάτα του τότε που έσπαγε τη πέτρα όπως λέει...

Το συμπέρασμα είναι πως γύρω μας υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος γεμάτος από εικόνες, ήχους, αγγίγματα, γεύσεις, οσμές που μας έχουν ξεφύγει. Βρίσκονται παράλληλες με το κόσμο των τεράτων και δεν ξέρουμε πλέον ούτε πως να προσπαθήσουμε, γιατί η ζωή μας είναι δεμένη με βαρειές αλυσίδες άχρηστων αναγκών που παριστάνουν την κανονικότητα. Τρέχουμε για να κάνουμε ένα βημα ακόμα μπροστά σε έναν αγώνα που δεν είναι δικός μας. Και τελικά κάποια στιγμή πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως το βήμα που πρέπει να κάνουμε είναι πίσω όχι μπορστά. Πίσω σε εκείνο το σημείο που είχαμε ακόμα απορίες που ζητούσαν απαντήσεις, τότε που όπως έλεγε κι ο Σαγκάν είχε γύρω του παιδιά που έκαναν συνεχώς ερωτήσεις μέχρι που ξαφνικά εκεί γύρω στην εφηβεια σταμάτησαν να ρωτούν. Μπορούμε άραγε να βρούμε το σημείο εκείνο που με το ένστικτο και τη φαντασία δημιουργούσαμε τους δικούς μας κόσμους?