Από εκείνο τον ηλικιωμένο στο Σύνταγμα που αυτοκτόνησε, όπως και πολλοί άλλοι καθώς διανύαμε την χρυσή εποχή των μνημονίων, που μας επιβλήθηκαν από τους σωστούς ευρωπαίους για παραδειγματισμό γιατί μαζί τα φάγαμε με τους παχύδερμους προδότες που κατασπάραξαν ότι έβρισκαν μπροστά τους κι έκλεβαν ασύστολα το δημόσιο πλούτο, φθάσαμε σε μια αυτοκτονία (μπορεί να υπάρχουν και άλλες που αγνοούμε) γιατί «κάποιος δεν συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις».
Θα έχετε βρεθεί
όλοι στο συνήθη διάλογο «μην λες βλακείες για τα εμβόλια, εμένα όλοι οι γνωστοί
μου έκαναν και δεν έπαθε κανείς τίποτα», είναι η γνώριμη κατάσταση που καλλιεργείται
στα κεφάλια των τακτοποιημένων στα κουτάκια τους. Αφού δεν το βλέπω δεν
υπάρχει. Κάθε φορά που μου λένε κάτι τέτοιο, κουνώντας το κεφάλι με σιγουριά τους
λέω «στους γνωστούς σου υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε? Υπάρχουν άνθρωποι που
κοιμούνται στο δρόμο? Υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν τέρμα στη ζωή τους απελπισμένοι?»
Στο όχι, ειρωνεύομαι τότε εντάξει είμαστε, όλη η κοινωνία είναι ένα ροζ
συννεφάκι όπως η ζωούλα σου.
Τόσα χρόνια που η
πατρίδα μας τσακίζεται από εγκληματίες μαφιόζικου τύπου που έχουν πλέον
αποθρασυνθεί εντελώς με την ανυπαρξία δικαιοσύνης από τα αρμόδια όργανα και
αντίστασης από τα κοπάδια των σκλάβων, κάθε καρφί πονάει όταν αγγίζει το δικό μας
φέρετρο, αλλιώς για να μην γινόμαστε υποκριτές, απλά υπάρχει κάπου μακριά στον
ορίζοντα μας σαν μια φευγαλέα είδηση.
Χιλιάδες άνεργοι,
πολλοί από αυτούς μακροχρόνια άνεργοι άραγε πως ζουν? Τα νοικοκυριά που έχουν
ψυγείο άδειο και κομμένο ηλεκτρικό πως επιβιώνουν? Τα παιδιά που πεινάνε και
ζουν σε συνθήκες ακατάλληλες είτε από οικονομική άποψη είτε θύματα βίας
ανθρώπων που οι ίδιοι μπορεί να είναι ψυχοπαθείς ή ερείπια της ζωής πόσο
πονάνε? Οι νέοι που δεν βρίσκουν δουλειά, που νοιώθουν την απαξίωση από το
κοινωνικό σύνολο? Την απογοήτευση? Που οδηγούνται σε κατάθλιψη? Ποιος τους δίνει
ελπίδα να μην τρελαθούν? Και κοντά σ΄αυτούς οι διάφορες κατηγορίες δυστυχισμένων
που υπήρχαν και όλο αυξάνονται. Ναρκωτικά, πορνεία, εγκληματικότητα?
Δίπλα σε όλο αυτό
το σκηνικό εξαθλίωσης, βίας, θανάτου, υπάρχει το μεγάλο πλήθος του «δόξα ο θεός
μακριά από εμάς»… Είναι οι «καλά είμαστε ακόμα» που μπορούν και τσουλάνε το
καροτσάκι στις υπεραγορές, ανανεώνουν το ρουχισμό τους, πάνε για ένα καφέ ή ένα
ταβερνάκι, ρίχνουν κι ένα κομμωτήριο ή ένα νυχάδικο, πληρώνουν τους λογαριασμούς,
σχεδιάζουν ένα γάμο ή μια γέννα, αγοράζουν δώρα στα γενέθλια, κανονίζουν και
λίγες μερούλες διακοπές. Η πλειοψηφία από αυτούς τους «καλά είμαστε» άπλωσε και
το μπράτσο για το τρυπηματάκι, για 2 σοβαρούς λόγους, φόβος για τη ζωούλα,
δειλία για τις συνέπειες ενός πιθανού όχι στο αφεντικό.
Ο κάθε άνθρωπος
που οδηγήθηκε στην απόφαση να βάλει τέρμα στη ζωή του, ή εκείνος που βρίσκεται
στα όρια να το κάνει, δεν οδηγήθηκε μόνο από τη συμμορία που έβαλε αλυσίδες
γύρω από το λαιμό του να τον πνίξει, τις αλυσίδες τις έσφιξαν περισσότερο οι «φιλήσυχοι
συνάνθρωποι» που κοιτάζουν τη δουλειά τους και τίποτα άλλο. Την έσφιξε εκείνο
το συναίσθημα που πρώτα είναι οργή και μετά θλίψη της αδιαφορίας μιας ολόκληρης
κοινωνίας για τη κατάντια της για το κατήφορο που έχει πάρει.
Είναι εκείνο το «άντε
γ@μηθείτε όλοι» πόσο αξίζει κανείς να ζει ανάμεσα σας? Ατομιστές, δειλοί, αδιάφοροι,
συνένοχοι στο κάθε έγκλημα, επειδή ακριβώς επιμένετε να το αγνοείτε γιατί δεν
συμβαίνει σε εσάς. Οι πεφτοσυνεφάκηδες που λένε μπροστά στο στημένο μικρόφωνο
με περίλυπο ύφος «ήταν τόσο καλό παιδί, δεν είχαμε φανταστεί κάτι τέτοιο».
Είναι εκείνο το ακούγαμε το παιδί να κλαίει τις νύχτες αλλά δεν φανταζόμαστε
πως το χτυπάνε… βλέπαμε εκείνο τον ηλικιωμένο που δεν έβγαινε πια από το σπίτι
με σφραγισμένα τα πατζούρια αλλά από τη βρώμα καταλάβαμε τι συνέβαινε… παρατηρήσαμε πως τα παιδάκια των γειτόνων
είναι πάρα πολύ αδύνατα αλλά δεν φανταστήκαμε πως πεινάνε..
Το παιδί του
άλλου παίρνει πρέζα, το δικό μου ποτέ… κι αυτό το ποτέ καθησυχάζει την
συνείδηση του, σιγουρεύεται πως στο δικό του κόσμο, τα παιδιά είναι καλά, τα
ψυγεία γεμάτα, το δωμάτιο ζεστό, και το εμβόλιο σωτήριο..
Σ’ αυτούς όλους
κόψτε τους για 1 βδομάδα το ρεύμα, κλείστε τους τους λογαριασμούς στη τράπεζα, κι
ίσως μόνο τότε δοκιμάσουν να κόψουν τον ομφάλιο λώρο που τους κρατάει δεμένους
με το υπερτροφικό εγώ τους και νοιώσουν λίγες σταγόνες από κρύο ιδρώτα να
κατεβαίνουν στο σβέρκο, ίσως για πρώτη φορά νοιώσουν τη γεύση της απόγνωσης που
τόσο καιρό μύριζαν αλλά λέγανε πως είναι η μυρουδιά από το γιασεμί στο δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου