Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ..

ΚΥΡΙΑΚΉ, 30 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2008

ΠΕΡΠΑΤΑ, ΜΗ ΤΡΕΧΕΙΣ.

Όταν πέφτεις κρατιέσαι πάντα από κάτι μικρό. Ενα κλαδί στην άκρη του γκρεμού, ενα καρφί που προεξέχει από το τοίχο, η άκρη από το μανίκι του περαστικού δίπλα σου, ένα γέλιο, ένα βλέμμα, ένας ψίθυρος.

Μέρα μουντή, συνηθισμένη. Βιαστική και προκαθορισμένη. Το κουρδιστήρι στη πλάτη και τρέξιμο. Μετρό, περπάτημα, γραφείο, διακοπή μεσημεριανή, συνέχιση δουλειάς, σχόλασμα, μετρό, σπίτι, συγύρισμα, μαγείρεμα, φαγητό, τηλεόραση υπολογιστής ή dvd, τσιγάρο, καφές, κουβέντες κουρασμένες με τους γύρω, νύστα, ύπνος.

Αυτή τη συγκεκριμένη μέρα έσπασε από ένα ελάχιστο κράτημα. Ήταν εκεί μπροστά στο τυροπιτάδικο κοντά στο μετρό. Πρωινιάτικη. Πλησίαζε τους περαστικούς. Κάτι τους έλεγε. Την έβλεπα από μακριά. Ένα μικροσκοπικό κοριτσάκι σταματημένο ανάμεσα σ ένα πλήθος που δε σταμάταγε μπροστά σε τίποτα.

Πλησίασα. Με είδε. Μ ένα βλέμμα από δύό ματάκια κάρβουνο, με ένα πονηρό χαμόγελο μου λέει παραπονιάρικα. Θα μου πάρεις μια τυρόπιτα?
Μηχανικά της χαμογέλασα και τη προσπέρασα. Γιατί κι εγώ βιαζόμουν. Έτσι έπρεπε να βιάζομαι. Να προλάβω την ώρα. Το καταμερισμό της μέρας. Να χωρέσουν τα σημαντικά χωρίς ασήμαντους σταματημούς.

Φρέναρα. Γύρισα πίσω. Συνέχιζε να με κοιτάζει. Με τα κουρελιάρικα ρούχα φορεμένα με τόση χάρη, τύφλα ναχαν τα καλοπληρωμένα ξερακιανά μοντέλα που τρώμε στη μάπα απ΄το πρωί ως το βράδυ.
Να δεις που αν δε της πάρω τυρόπιτα θα γίνω στήλη άλατος σκέφτηκα, μ ένα ξαφνικό πρωινιάτικο κέφι να με τριγυρίζει απροειδοποίητα.

Γύρισα πίσω. Η μικρή έτρεξε αμέσως κοντά μου σίγουρη για την επιτυχία της. Ελα, έλα εδώ είναι η τυρόπιτες!
Μια τεράστια τυρόπιτα για τη πριγκίπισσα λέω στη φουρνάρισσα. Με κοιτάζει γελώντας και μου λέει πιο μεγάλη απ΄αυτή δεν υπάρχει.
Της τη δίνω. Αρχίζει να δαγκώνει με μανία. Δε μου είπε ευχαριστώ καν, και μαγκιά της. Γιατί η τυρόπιτα ήταν περήφανη που τη μασούλαγε αυτό το απίθανο χαμόγελο. Τιμή μας που τη κεράσαμε!

Εφυγε και σήκωσε το χέρι από μακριά. Μου κλείσε το μάτι. Αυτό το μικρό κλαδάκι που ήταν δεν ήταν 6-7 χρονών είχε από την αρχή στοιχηματίσει σε μένα. Ότι μπορώ να φρενάρω. Ν΄αλλάξω. Να ξεφύγω από το πλάνο έστω και βαστώντας ένα ετοιμόρροπο καρφί στο τοίχο.

Υπάρχει κόσμος έξω. Ακόμα. Που κλείνει το μάτι και σε παρασύρει. Υπάρχουν στις γωνιές του δρόμου εκεί που μαζεύεται το νερό όταν βρέχει, μπόλικοι τρόποι να λερώσεις τα παπούτσια σου, υπάρχουν πεδία δράσης ανάμεσα στο χτύπημα του εισιτηρίου και της κάρτας...

Ένας ολόκληρος κόσμος από ασήμαντα κλαδιά είναι εκεί έξω έτοιμα να επιζήσουν μόλις οι αυτοκρατορίες γκρεμιστούν. Η μικρή πριγκίπισσα, το αδέσποτο που πέφτει ανάσκελα έτοιμο να το χαϊδέψεις, το λουλούδι που γυρίζει μόλις τ΄αγγίξεις σαν να σαι ήλιος, είναι οι μικρές αυτοκρατορίες έξω απ΄το λαβύρινθο.

Σιχαίνομαι ότι υπάρχει γύρω μου, γιατί μου κόβει τη θέα απ΄αυτό που υπάρχει μέσα μου. Πάντα τις δύσκολες ώρες, ένα μοναδικό κόλπο διαφυγής. Τρέχετε, φρενάρω. Έτσι υπάρχει ελπίδα να με προσπεράσετε κι εγώ να μείνω στο πάτο του φλιτζανιού με το κατακάθι. Εκεί που τελικά κρύβεται η γεύση...

Και ξέρετε κάτι? Πάντα πετυχαίνει. Και μετά κρατάς όλη τη μέρα μέσα σου αυτό το μικροσκοπικό μυστικό, να σε φυλάει μη γίνεις ίδιος μ΄εκείνους και χαθείς.

Φυλάξου. Περπάτα αργά. Περπάτα πάντα σαν να μην έχεις πουθενά συγκεκριμένα να πας. Μόνο τότε βλέπεις ότι τελικά μπροστά δεν υπήρχε ένα μονοπάτι αλλά χίλια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου