Σήμερα θα αναρτήσω ένα κείμενο από τα παλιά, είναι ένα κείμενο νοσταλγίας αλλά και ανακάλυψης. Ενα κείμενο που δεν είναι για όλους. Είναι για λίγους. Είναι η χαρά του να νιώθεις πως όλα γύρω σου έχουν γίνει ξαφνικά σαν να μην πέρασε μια μέρα. Μέσα στην παγερή καθημερινότητα, όπου λειτουργούμε συνεχώς με τη βαλβίδα από τη χύτρα ταχύτητας καλά σφραγισμένη, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο αυτή η βαλβίδα να σπάσει.
Και τότε τίποτα δεν μπορεί να σε κρατήσει πια φυλακισμένο. Εξαιρετικά αφιερωμένο σε ένα φίλο που έτσι απλά έσπασε τις δικλείδες ασφαλείας, χωρίς να φοβάται τίποτα και μου θύμισε τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος.
Ελπίζω τα φιλαράκια εδώ μέσα με τα γκριζαρισμένα μαλλιά και τα εφηβικά μάτια να θυμηθούν αυτά που ξεχάσαμε και όσοι φύλαξαν τα κάστρα τους να νοιώσουν περήφανοι.
198κάτι ήταν που ο ασπροκούνελος σ’εκλεισε μέσα στο απόρθητο κάστρο. Ηταν η πρώτη μέρα από το υπόλοιπο της ζωής σου....
Κάπου εκεί είναι που πρέπει να πήρες την απόφαση να συνεχίσεις κάνοντας γύρους στο ίδιο σημείο άσχετα με το που θα πήγαιναν οι υπόλοιποι.
Βρισκόσουν ανάμεσα στο η επανάσταση τελικά δεν έγινε και στο η επανάσταση αύριο μπορεί να ξεκινήσει.
Η ζωή ανυπομονούσε στριμωγμένη ανάμεσα σε ανιαρά επαναλαμβανόμενα πανεπιστημιακά φυλλάδια, μια δουλειά το πρωί οτιδήποτε για να βγαίνει το χαρτζιλίκι και το κλασσικό μπαράκι το βράδυ να ουρλιάζουν τα γκοθάδικα με σταυρουδάκια και κατάμαυρα ρούχα να σε οδηγούν στις χώρες των θαυμάτων.
Κι αμέσως μετά στο ρεμπετάδικο στην Ιπποκράτους με κονιακάκι και λουκούμι ροζάτο σαν να μην σε νοιάζει ποια πατρίδα έχει η τρέλα.
Ήξερες ν’ανακαλύπτεις τη ροκιά που βάραγε μέσα σου, στο Θανάση που φώναζε καλέ μου άνθρωπε, στη ποικιλία με το ουζάκι, στη κέλτικη συλλογή που σου δώρισαν στα γενέθλια, στα ταξίδια του κυρ Νίκου από μαραμπού και πούσι, στη θεατρική ομάδα των παιδιών που επέμεναν ότι κάποια μέρα θα βρουν ένα θεατράκι, στον απίστευτο κόσμο του Φιλιπ Ντικ, στη παρτίδα με το θάνατο του Μπέργκμαν, όλα ήταν καλτ γιατί εσύ τα ένιωθες έτσι.
Όλα είχαν εφευρεθεί μόλις χτες και τα υπόλοιπα θα τα βρίσκαμε αύριο. Εκείνη η δεδομένη στιγμή ήταν απλά μια ασταμάτητη ένταση που δεν ήξερες που να κατευθύνεις.
Τα πιστεύω και οι συνήθειες ήταν ξαμολημένες ελεύθερες η ποτοαπαγόρευση είχε τελειώσει προ πολλού και τα ολισθήματα της σκέψης μάλλον δεν φαινόντουσαν πια να απασχολούν κανένα.
Ένα συναίσθημα αχρησιμοποίητης ελευθερίας πλανιόταν παντού.
Οι πράξεις, τα συναισθήματα, οι ιδέες ήταν υπερβολικά. Μπορούσες άνετα να αγαπήσεις να μισήσεις να ονειρευτείς ότι σου καθόταν στο μυαλό και το ίδιο εύκολα να το διαγράφεις και να ξαμολιέσαι στο επόμενο δευτερόλεπτο σαν να ήταν αποκλειστικά δικό σου δικαίωμα να ορίζεις χώρο και το χρόνο.
Η τρέλα ήταν ανεξέλεγκτη και γοητευτική. Η μουσική αυτή η μουσική με το ξέσπασμα της, τα περιοδικά, τα βιβλία που θέλανε να προλάβουν να μιλήσουν για όλα ήταν στοιβαγμένα στο τραπέζι ανάμεσα σε μαγκιόρικα τσιγάρα, ζιπο αναπτήρες, και τράπουλες ταρο.
Στο ξενυχτάδικο το πρωί ανάβανε οι φασμπιντεριανές συζητήσεις και για όλα έφταιγε το γκαζόν του Αλμοδοβάρ. Τα ρεπλικαντ στο μπλειντ ρανερ αφήναν τα περιστέρια να πετάξουν μακριά στον Ωρίωνα και οι μισονυσταγμένοι θαμώνες μπλεκόντουσαν με το πρωινό άνοιγμα της αγοράς. Το Γουντστοκ δεν έφτανε πια είχε χαθεί ανάμεσα στις βαθείες τζούρες και ο μαης του 68 είχε πιάσει δουλειά στα καλογυαλισμένα γραφεία. Το τείχος θα γκρεμιζόταν με τους Σκόρπιονς να σολάρουν και οι άνθρωποι με τα μαύρα μόλις είχαν αρχίσει να ράβουν τα κουστούμια τους.
Η Ανίτα Εκμπεργκ είχε πετάξει τις γόβες της μαμάς στη Φοντάνα ντι Τρεβι πριν κάτι δεκαετίες και η νέα εποχή ήθελε είκοσι χρόνια ακόμα να πάρει μπρος.
Υπήρχε ο καιρός να τρελαθείς και ν’αγαπήσεις, να χωθείς μέσα στο ακατανόμαστο και να γίνεις ο ήρωας που θα περάσει πέρα από το λόφο των ονείρων
Χρόνια μετά αυτή η φλόγα φωλιάζει κρυμμένη καλά μέσα σου να μην την υποπτεύονται πια οι άλλοι , ακούς στη ζούλα τις ίδιες ροκιές, θυμάσαι εικόνες που παρεμβάλονται ανάμεσα σε αυτά που τελικά δεν έκανες και βλέπεις σπόρους να φυτρώνουν στη ξεραμένη γη και να ψάχνουν τα μυστικά που άφησες στη μέση....
Αναρωτιέσαι άραγε ποιο να ήταν το τελευταίο χαρτί που δεν ξεσκέπασες?
Βρισκόσουν ανάμεσα στο η επανάσταση τελικά δεν έγινε και στο η επανάσταση αύριο μπορεί να ξεκινήσει.
Η ζωή ανυπομονούσε στριμωγμένη ανάμεσα σε ανιαρά επαναλαμβανόμενα πανεπιστημιακά φυλλάδια, μια δουλειά το πρωί οτιδήποτε για να βγαίνει το χαρτζιλίκι και το κλασσικό μπαράκι το βράδυ να ουρλιάζουν τα γκοθάδικα με σταυρουδάκια και κατάμαυρα ρούχα να σε οδηγούν στις χώρες των θαυμάτων.
Κι αμέσως μετά στο ρεμπετάδικο στην Ιπποκράτους με κονιακάκι και λουκούμι ροζάτο σαν να μην σε νοιάζει ποια πατρίδα έχει η τρέλα.
Ήξερες ν’ανακαλύπτεις τη ροκιά που βάραγε μέσα σου, στο Θανάση που φώναζε καλέ μου άνθρωπε, στη ποικιλία με το ουζάκι, στη κέλτικη συλλογή που σου δώρισαν στα γενέθλια, στα ταξίδια του κυρ Νίκου από μαραμπού και πούσι, στη θεατρική ομάδα των παιδιών που επέμεναν ότι κάποια μέρα θα βρουν ένα θεατράκι, στον απίστευτο κόσμο του Φιλιπ Ντικ, στη παρτίδα με το θάνατο του Μπέργκμαν, όλα ήταν καλτ γιατί εσύ τα ένιωθες έτσι.
Όλα είχαν εφευρεθεί μόλις χτες και τα υπόλοιπα θα τα βρίσκαμε αύριο. Εκείνη η δεδομένη στιγμή ήταν απλά μια ασταμάτητη ένταση που δεν ήξερες που να κατευθύνεις.
Τα πιστεύω και οι συνήθειες ήταν ξαμολημένες ελεύθερες η ποτοαπαγόρευση είχε τελειώσει προ πολλού και τα ολισθήματα της σκέψης μάλλον δεν φαινόντουσαν πια να απασχολούν κανένα.
Ένα συναίσθημα αχρησιμοποίητης ελευθερίας πλανιόταν παντού.
Οι πράξεις, τα συναισθήματα, οι ιδέες ήταν υπερβολικά. Μπορούσες άνετα να αγαπήσεις να μισήσεις να ονειρευτείς ότι σου καθόταν στο μυαλό και το ίδιο εύκολα να το διαγράφεις και να ξαμολιέσαι στο επόμενο δευτερόλεπτο σαν να ήταν αποκλειστικά δικό σου δικαίωμα να ορίζεις χώρο και το χρόνο.
Η τρέλα ήταν ανεξέλεγκτη και γοητευτική. Η μουσική αυτή η μουσική με το ξέσπασμα της, τα περιοδικά, τα βιβλία που θέλανε να προλάβουν να μιλήσουν για όλα ήταν στοιβαγμένα στο τραπέζι ανάμεσα σε μαγκιόρικα τσιγάρα, ζιπο αναπτήρες, και τράπουλες ταρο.
Στο ξενυχτάδικο το πρωί ανάβανε οι φασμπιντεριανές συζητήσεις και για όλα έφταιγε το γκαζόν του Αλμοδοβάρ. Τα ρεπλικαντ στο μπλειντ ρανερ αφήναν τα περιστέρια να πετάξουν μακριά στον Ωρίωνα και οι μισονυσταγμένοι θαμώνες μπλεκόντουσαν με το πρωινό άνοιγμα της αγοράς. Το Γουντστοκ δεν έφτανε πια είχε χαθεί ανάμεσα στις βαθείες τζούρες και ο μαης του 68 είχε πιάσει δουλειά στα καλογυαλισμένα γραφεία. Το τείχος θα γκρεμιζόταν με τους Σκόρπιονς να σολάρουν και οι άνθρωποι με τα μαύρα μόλις είχαν αρχίσει να ράβουν τα κουστούμια τους.
Η Ανίτα Εκμπεργκ είχε πετάξει τις γόβες της μαμάς στη Φοντάνα ντι Τρεβι πριν κάτι δεκαετίες και η νέα εποχή ήθελε είκοσι χρόνια ακόμα να πάρει μπρος.
Υπήρχε ο καιρός να τρελαθείς και ν’αγαπήσεις, να χωθείς μέσα στο ακατανόμαστο και να γίνεις ο ήρωας που θα περάσει πέρα από το λόφο των ονείρων
Χρόνια μετά αυτή η φλόγα φωλιάζει κρυμμένη καλά μέσα σου να μην την υποπτεύονται πια οι άλλοι , ακούς στη ζούλα τις ίδιες ροκιές, θυμάσαι εικόνες που παρεμβάλονται ανάμεσα σε αυτά που τελικά δεν έκανες και βλέπεις σπόρους να φυτρώνουν στη ξεραμένη γη και να ψάχνουν τα μυστικά που άφησες στη μέση....
Αναρωτιέσαι άραγε ποιο να ήταν το τελευταίο χαρτί που δεν ξεσκέπασες?
Αυτά είχα γράψει το μακρινό 2007
Έχω να σας αποκαλύψω ένα μυστικό, πριν λίγο καιρό ανοίγοντας τη πόρτα , ένα ξημέρωμα, βρήκα αυτό το συγκεκριμένο χαρτί κάτω από τη πόρτα και κατάλαβα τι ήταν αυτό που ένωσε τους κρίκους.
Έχω να σας αποκαλύψω ένα μυστικό, πριν λίγο καιρό ανοίγοντας τη πόρτα , ένα ξημέρωμα, βρήκα αυτό το συγκεκριμένο χαρτί κάτω από τη πόρτα και κατάλαβα τι ήταν αυτό που ένωσε τους κρίκους.
Παλιές καραβάνες, μη μασάτε, όλοι εμείς οι αλλιώτικοι, όσοι τολμήσαμε να αποδεχτούμε αυτή τη φλόγα μέσα μας και να τη φυλάξουμε, δεν μπορεί κανένας αχυράνθρωπος να μας συνετίσει στην ανιαρή , παγωμένη πραγματικότητά του.
Με τον ένα τρόπο ή τον άλλον καταφέραμε να αφήσουμε το στίγμα μας και όχι δεν τα φάγαμε μαζί τους, ούτε ακολουθήσαμε τις λαμογιές τους, οι λίγοι , οι απίθανοι τύποι, η μουτζούρα στο περιθώριο από τα καλογραμμένα τους τετράδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου