Κυριακή 26 Απριλίου 2020

ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΑΔΙΑΒΑΣΤΟΣ.

Success Story... 19η πιο δυστυχισμένη χώρα στον κόσμο η Ελλάδα ...

Είναι κι αυτή μια ημέρα το χρόνο, όπως πολλές άλλες που δημιουργήθηκαν για να υπενθυμίζουν στους ανθρώπους, πράγματα που δεν θα έπρεπε να ξεχνούν. Δεν μου αρέσουν οι παγκόσμιες ημέρες του κάτι, γιατί είναι μια ωραιοποίηση του γεγονότος πως οι άνθρωποι χρειάζονται για τις περισσότερες από αυτές τις "επετείους" υπενθύμιση για όσα θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Η ανθρωπότητα παρόμοια με κάτι ζευγάρια που όλο το χρόνο ζουν σε ένα σπίτι με ψέμματα, καυγάδες, ανία και όταν έρχεται η επέτειος γάμου, κάνουν πάρτι καλώντας τους κολλητούς για να αποδείξουν πόσο ευτυχισμένοι είναι.

Γεννήθηκα σε ένα σπίτι, από δύο γονείς που οι συγκυρίες εκείνων των παλιών καιρών, ανάγκασε δυο ευφυέστατους ανθρώπους, να τελειώσουν ο πατέρας μόλις την πέμπτη δημοτικού και η μητέρα τη πρώτη γυμνασίου. Μετά μεροκάματο, αγώνας για επιβίωση. Όμως αυτοί οι δύο άνθρωποι είχαν ένα μεγάλο πείσμα. Ίσως παρόμοιο δεν συνάντησα ξανά σε όσους ανθρώπους γνώρισα στη ζωή μου. Πείσμα για να μάθουν όσα στερήθηκαν από εκείνο που οι υπόλοιποι που ζούσαν σε ανάλογες με αυτούς συνθήκες, ονόμαζαν "μοίρα".

Έζησα λοιπόν σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Τα πρώτα δώρα που μου έκαναν ήταν εικονογραφημένα παραμύθια και μετά άλλα πολλά. Συνήθισα να μεγαλώνω θεωρώντας πως το διάβασμα είναι κάτι το απόλυτα αναγκαίο και φυσικό, όπως η τροφή μας, το νερό, ο αέρας που αναπνέουμε. Θυμάμαι ακόμα το πατέρα μου, να γυρίζει κουρασμένος από σκληρό μεροκάματο και το βράδυ μετά το δείπνο να ξεκουράζεται σε μια πολυθρόνα... διαβάζοντας. Είχε μια λατρεία για την αρχαία ελληνική γραμματεία και προσπαθούσε περνώντας με το δάχτυλο πάνω από τις γραμμές σιγά σιγά να διαβάσει, αυτά που οι φίλοι του κοροϊδεύοντας του έλεγαν, πως την έχει ψωνίσει και να κοιτάξει να κάνει κάτι πιο χρήσιμο στη ζωή του. Η μητέρα μου ήταν της λογοτεχνίας, του ρομαντισμού. Ηταν μια ιδιαίτερη μοδίστρα που όταν άφηνε κάτω τις βελόνες, τα πατρόν και τη μεζούρα, βυθιζόταν στα αριστουργηματικά μυθιστορήματα που μετά άρπαζα και διάβαζα κι εγώ. 

Έκανα τα πρώτα μου όνειρα ταξιδεύοντας στους παράξενους κόσμους του Ιουλίου Βερν, δημιούργησα τους πρώτους μου έρωτες με τις αδελφές Μπροντέ, αισθάνθηκα να ζω τη πρώτη μεγάλη μου περιπέτεια διαβάζοντας την Οδύσσεια. Μετά το διάβασμα έγινε η παράλληλη ζωή μου. Ποτέ δεν μου στέρησε τη διασκέδαση με τις παρέες μου, την υποχρεωτική μου μελέτη στο σχολείο, το δικό μου αγώνα για σπουδές, δουλειά, οικογένεια και όλα τα άλλα. Ήταν ο κρυφός μου κήπος, η όαση που βυθιζόμουν μακριά από όλα τα άλλα και ταξίδευα σε κόσμους που δεν είχαν ούτε χρόνο, ούτε όριο κανένα.

Στη μεγάλη προσωπική μου εσωτερική αναζήτηση, οι άνθρωποι με έκαναν να οργιστώ πολλές φορές, να απογοητευτώ, να νιώσω τη γενικευμένη ανοησία που όλο και περισσότερο μεγάλωνε, συνειδητοποίησα νωρίς πως ελάχιστοι στο μέλλον θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το μυαλό τους πέρα από τις "υποδείξεις" και τη συνεχή πλύση εγκεφάλου, ελάχιστοι θα έμεναν με εκείνη τη λαχτάρα που οι γονείς αντιτάχθηκαν στη "μοίρα" τους και έκαναν ένα άλμα πέρα από όσα είχαν σκοπό να τους μεταλλάξουν σε μια άμορφη μάζα. Ομως η πλέον θλιβερή άποψη που σχετιζόταν με αυτό που εγώ θεωρούσα μαγεία, ήταν πως τα βιβλία απουσιάζουν από τα σπίτια γιατί "πιάνουν σκόνη"

Η μόνη καλλιέργεια που έχει αξία επάνω στο φθαρτό σαρκίο μας είναι η καλλιέργεια του νου. Γιατί τελικά το μόνο όργανο που μπορεί να κινηθεί χωρίς όρια, το διαστημόπλοιο μας για τη κατάκτηση του σύμπαντος, είναι αυτό. Ακόμα κι αν σε δέσουν και σε τοποθετήσουν σε ένα κλειστό δωμάτιο, μόνο, χωρίς καμιά δυνατότητα να κουνήσεις ούτε το μικρό δαχτυλάκι, αν δεν σου τρυπήσουν το κεφάλι και στο αφήσουν άθικτο, δεν υπάρχουν ούτε δεσμά, ούτε τοίχοι, ούτε κανένας δεσμοφύλακας ικανός να εμποδίσει το όποιο ταξίδι επιθυμήσεις.

Ολο αυτό που ζούμε, όλη αυτή η παράνοια, ο πολιτισμός που έχει ισοπεδώσει αξίες, όνειρα, την ικανότητα ο άνθρωπος να μπορεί να ζει ευδαίμων, πάνω σε ένα υπέροχο πλανήτη, βασίζεται σε μηχανισμούς χειραγώγησης του πνεύματος. Δεν μπορούν να αφαιρέσουν το μυαλό από όλους τους ανθρώπους. Δεν μπορούν να περάσουν από λοβοτομή έναν ολόκληρο πλανήτη, γιατί άλλωστε θα ήταν άχρηστοι οι δούλοι, δεν θα μπορούσαν ούτε να παράγουν, ούτε να γίνονται τροφή-κρέας μέσα στη φάρμα των ζώων.  Αφού αυτό δεν είναι εφικτό, η λοβοτομή μπορεί να γίνει με πληθώρα τεχνικών που στις μέρες μας πια έχουν αναχθεί σε αριστουργήματα απάτης.

Οι διαμορφωτές των συνειδήσεων μισούν όσο τίποτα άλλο, τη δυνατότητα που θα είχαν τα κοπάδια των προβάτων να μορφωθούν αληθινά, να διαβάσουν, να σκεφτούν αυτόνομα. Σε παρελθόντες χρόνους, όλοι οι βάρβαροι που με το σφύριγμα των τυράννων τους, εισέβαλαν στους κατακτημένους τόπους, έκαιγαν βιβλιοθήκες, κατέστραφαν στοιχεία πολιτισμού, αφαιρούσαν από τους δούλους την ελευθερία να σκέφτονται πέρα από τους κανόνες και τις διαταγές. Μεγάλα πνεύματα πέρασαν από φωτιά και λεπίδι ή αφορίστηκαν από τους διαχρονικούς άρχοντες της απάτης, τα ιερατεία.

Όταν έκαψαν τον Τζορντάνο Μπρούνο, φρόντισαν να τον κάψουν πάνω από στα βιβλία του, αφού πριν του έκοψαν τη γλώσσα να μην μιλάει. Τώρα τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά για την κάθε μορφή τυραννίας. Δεν έχει ανάγκη από φωτιές και λεπίδια. Το ρόλο τους έχει αναλάβει ένα τετράγωνο κουτί, με επιτελεία ανά το κόσμο, εκπαιδευμένα να τοποθετούν παπαγάλους στη θέση ανθρώπων που μαθαίνουν να απαγγέλνουν το ποίημα τους. Έχουν διαμορφώσει συστήματα κατευθυνόμενης και απόλυτα ελεγχόμενης εκπαίδευσης για να κατασκευάζουν αγράμματους με πτυχία. Έχουν αρωγό στα εγχειρήματα τους ένα παγκόσμιο ιστό που μπορούν να διοχετεύουν μέσα σ΄αυτόν κάθε τέχνασμα αποβλάκωσης των μαζών.

Σε πολλά βιβλία που οι συγγραφείς θέλησαν να περιγράψουν μια δυστοπική μελλοντική κοινωνία, οραματίστηκαν κόσμους όπου τα βιβλία θα ήταν παράνομα και θα καιγόντουσαν, οι δε ανυπότακτοι αναγνώστες θα τιμωρούνταν ακόμα και με τη ζωή τους. Πολλές φορές γελάμε όταν βλέπουμε θλιβερές εικόνες, που νέα παιδιά απαντάνε μπροστά σε ένα καραγκιόζη που τους απλώνει το μικρόφωνο σε ερωτήσεις ιστορίας ή γεωγραφίας και δεν έχουν τι παραμικρή ιδέα ακόμα και για τα πιο σημαντικά γεγονότα, πρόσωπα ή τόπους.... Γελάμε ενώ θα έπρεπε απλά θα νοιώσουμε θλίψη για την απόλυτη κατάντια του ανθρώπινου είδους.

Ειλικρινά δεν έχω κατορθώσει ακόμα να κατανοήσω, γιατί  μερικοί άνθρωποι ξεφεύγουν από όλα αυτά, γιατί οι γονείς μου διαφοροποιήθηκαν από τους υπόλοιπους, γιατί ανυποψίαστοι άνθρωποι που συνάντησα στη πορεία της ζωής μου μου πρόσφεραν γνώση και την ελπίδα πως υπάρχει ένας άλλος κόσμος που περπατάει παράλληλα με τη μαζικοποιημένη αποχαύνωση. Δεν έχω κατορθώσει ακόμα να απαντήσω στο ερώτημα αν τελικά γεννιόμαστε tabula rasa και όλα όσα θα γίνουμε είναι κομμάτι από το περιβάλλον μας ή αν καταφθάνουμε σ΄αυτό το μεγάλο παιχνίδι με διαφορετικά όπλα.

Αυτό εδώ το χώμα που πατάμε, δοξάστηκε ακριβώς γιατί έφτασε ένας πολιτισμός στα ανώτερα επίπεδα νόησης. Γιατί εδώ ήταν κοιτίδα σπουδαίας γνώσης, γιορτή της επιστήμης, των τεχνών, του κάλλους, του ύμνου της ζωής. Αυτή η πατρίδα θα έπρεπε να αποτελείται από πανεπιστήμια, κέντρα ερευνών, μουσεία, θεάματα που θα προάγουν το πολιτισμό και την πνευματική ανάπτυξη. Θα έπρεπε να είναι τόπος απόλαυσης για τις φυσικές ομορφιές και τόπος συγκέντρωσης της επιστήμης και της τέχνης. Και κατάντησε στην μεγάλη και βασανίσμένη πορεία της, τόπος στοιχημάτων των αργυραμοιβών. Ένα φτηνό τοπίο, που "ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι".

Από το βιβλίο του Λιαντίνη: “ΓΚΕΜΜΑ”

Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο ή κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα.”
Αυτή είναι η εικόνα που έχουνε οι ξένοι για την Ελλάδα. Κι ο σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Έτσι δεν είπε ο πασάς της Σκόντρας, όταν ακούστηκε ότι οι ραγιάδες σηκωθήκανε στο Μοριά; Τώρα γυρίστηκε η τάξη. Σουλτάνος είναι ο έλληνας πολιτικός.
Λάβε τη σύγχρονη Ελλάδα σαν ποσότητα και σαν ποιότητα, για να μιλήσουμε με «κατηγορίες». Κι έλα να μας περιγράφεις τι βλέπεις. Σαν ποσότητα πρώτα. Αν αντικρύσουμε τον πληθυσμό της γης σε κλίμακα μικρογραφική ένα προς πέντε εκατομμύρια, 1: 5 χ ΙΟ6, θα βρούμε πως ο πληθυσμός του πλανήτη μας είναι ένα χωριό από χίλιους κατοίκους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους χίλιους οι έλληνες είμαστε δύο άνθρωποι, που τρεκλοπατάμε και αρκουδίζουμε μέσα στο πλήθος.
Ζαλισμένοι και φουκαράδες ξετρέχουνε να συναντηθούν μεταξύ τους. Αν τα καταφέρουν να μη σκυλοφαγωθούν, ζητούν να συνεννοηθούν με τους άλλους. Σε μια γλώσσα που δε μιλιέται, και σε μια γραφή που δε διαβάζεται. Λίγο μουστάκι, λίγο πρικοιούλι, χρώμα τέτζερη αγάνωτου, ζουνάρι, βέλεσι, φούντα, κι αμάν αμάν. Σερβιτόροι και αγωγιάτες όλοι μας. Και κακοί σαράφηδες του μάρμαρου, του ήλιου, και της θάλασσας.

Σαν ποιότητα ύστερα. Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πώς και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της. Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα δεν έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντι της εμάς τους νεοέλληνες, φέρνουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά ‘χουν, συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους;
Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμε-ράυερ έχουν περάσει στους φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάχτυλο. Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μέγας γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά;
Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε. Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκο-λογιά και αράπηδες. Είμαστε οι “ορτοντόξ”…
Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στους τοίχους των εκκλησιών. Οι ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάνε ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους. Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.
Θέλεις νά ‘χεις πιστή την εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β’ της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο. Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά.
Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες.

Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Αργούς και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου.
Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα.
Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε τον Φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θά ‘χει να σου ειπεί: “άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι”. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.
Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους:
– Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες;
Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε στα πεδία των επιχειρήσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας. Γιατί είμαστε σβησμένοι από τον κατάλογο των εθνών; Γιατί η Μακεδονία γίνεται Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο διεκδικιέται ως το mare nostrum των Οθωμανών; Γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία του παλιού οθωμανικού κράτους, που αποσχίσθηκε και πρέπει να μας ξανα-προσαρτήσουν;
Γιατί ο Μπερίσα της Αλβανίας έχει να λέει πως οι έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από το Μεσαίωνα και τους παπάδες; Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ, και ο Όμηρος Ομέρ Βρυώνης; Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες έλληνες της Πόλης γίνανε χίλιοι, και οι τούρκοι της Δυτικής Θράκης θρασομανούν, και γίνουνται όγκος κακοήθης που ετοιμάζει μεταστάσεις;
Γιατί δύο από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας, ο μέτριος Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης, καταγράφουνται στις διεθνείς ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους μισό έλληνες μισό τούρκοι; Γιατί όλα τα αυτονόητα εθνικά μας δίκαια ευρωπαίοι και αλβανοί, βούλγαροι και εβραίοι, ορθόδοξοι και ρούσοι, τούρκοι και βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες προκλήσεις, σαν υλακές και κλεφτοεπαιτείες; Ποια τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκείνοι γραικολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του Γιουβενάλη και του Κικέρωνα;

Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία. Μέσα στη χώρα, μέσα στην παιδεία δηλαδή και την παράδοση μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί που οι έξω από τη χώρα μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρρούμε πως είμαστε τα παιδόγγονα του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες που βρεθήκανε σε κάποια ασήμαντα Μασταβά. Γιατί; Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δύο όρους και ένα ίσον. Είναι ότι: νεοέλληνες ίσον ελληνοεβραίοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου