Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

ΗΤΑΝ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ, ΑΛΛΑ ΕΒΓΑΖΑΝ ΔΥΝΑΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.

 ΜΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ.. 


Να σημειώσω πως τα παιδιά που περιγράφω παρακάτω, δεν τους είχαν σπείρει μέσα τους το φόβο, δεν βλέπαμε τηλεοπτικούς τρομολάγνους να μας κουνάνε το δάχτυλο απειλητικά,  δεν φοβηθήκαμε καν τις αρρώστιες. Τότε έκανα δυο ή τρία υποχρεωτικά εμβόλια, μέχρι να φθάσω στη 3η δημοτικού, είχα περάσει ιλαρά, κοκκύτη, ανεμοβλογιά, μαγουλάδες, ερυθρά κ αι δυο τρεις άλλες αρρώστιες,  και το μόνο πρόβλημα που συνέβαινε  κάθε φορά, ήταν πως έσπαγα τα νεύρα στη μάνα μου γιατί με έκλεινε αναγκαστικά σπίτι κι εγώ ήθελα να βγω έξω άρρωστη... Η θεραπεία μας (που αναλάμβανε ο γιατρός του σπιτιού δηλαδή η γιαγιά) ήταν, πορτοκάλια, κοτόσουπες με λαχανικά, τσάι με μέλι και μπόλικο λεμόνι, πολύ νερό και βρεγμένες πετσέτες για το πυρετό.   Είμαι από τη γενιά που γλύτωσε τα 40 εμβόλια, τα κοκτέιλ από αντιβιωτικά ακόμα και για ένα απλό πονόλαιμο, τα σπρέυ για τη μύτη με λίγο συναχάκι, τα αντισταμινικά για κάθε είδους αλλεργίες (δεν είχαμε αλλεργίες)  τις κάθε είδους  απαγορεύσεις στη διατροφή μην τυχόν και πάθουμε κάτι.... 

Τα είδωλα μας τα φτιάχναμε από τα κοντινά μας παραδείγματα, ανθρώπους που θαυμάζαμε, το ίδιο και τις αντιπάθειες, και τις αγάπες μας και τις φιλίες μας. Αντε στην εφηβεία να είχαμε και μια ιδιαίτερη συμπάθεια σε ένα αστέρα του κινηματογράφου, ή ένα σταρ της μουσικής βιομηχανίας. Στις φτωχογειτονιές τρώγαμε φαί της επόμενης μέρας, χαιρόμαστε με ένα παιχνίδι γιατί ένα είχαμε, και όλα τα πράγματα γύρω μας ήταν μια μεγάλη ανακάλυψη. Δεν φοβόντουσαν οι γονείς μας όταν γυρνάγαμε στους δρόμους, γιατί τότε οι άνθρωποι κοιμόντουσαν με τα παράθυρα ανοιχτά, τα καλοκαίρια έβγαζαν κρεβάτια στις αυλές και τα μπαλκόνια για δροσιά, και δεν υπήρχαν ούτε πρεζέμποροι στις γωνίες έξω από τα σχολεία, ούτε σε μαχαίρωναν για λίγα ευρώ.. Ενας ξένος να έφτανε στη γειτονιά όλοι έψαχναν τι είναι από που ήρθε και τι θέλει γιατί όλοι γνώριζαν όλους. 

Το μόνο παιδί που είχε "παραστρατήσει" ήταν της φουκαριάρας της κυρίας Ολγας, που τον έπιασαν να κλέβει με κάτι άλλα παιδιά, κι από τότε ήταν κλεισμένη στο σπίτι της γιατί ντρεπόταν να βγει έξω... 


ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΚΑΠΟΥ .. ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ 


Μια μικρή γειτονιά της Αθήνας. Ήταν εκείνα τα χαμηλά σπίτια με την αυλή στη μέση, που τ΄απογεύματα με τέτοιο καιρό όπως σήμερα όλες οι κυράδες ήταν καθισμένες μπροστά στις πόρτες και πήγαινε το γέλιο και το τραγούδι σύννεφο.

Πιο εκεί συμμορίες από πιτσιρίκα παίζανε μέχρι τελικής πτώσης. Από κάποιο παράθυρο έσπαγαν μύτη οι μυρουδιές από τα κεφτεδάκια που τηγανιζόντουσαν και μοσχοβόλαν από το φρέσκο δυόσμο. Εγώ το έσκαγα κάθε μέρα και πήγαινα στη ταβέρνα της γειτονιάς στο κυρ Λεωνίδα που έφερνε φρέσκα αυγά από το χωριό και με περίμενε να πάω να πάρω το δικό μου.

"Ελα μόρτη" μου έλεγε .Ήμουν ο μόρτης παρόλο που η μάνα μου με γέννησε κοριτσάκι, τι να κάνουμε δε βόλευαν στο κυνηγητό και στα τρεξίματα τα φορεματάκια κι οι φιόγκοι, κι η μάνα μου είχε εγκαταλείψει τη προσπάθεια. Μου φόραγε ένα παλιοπαντέλονο και μου έπιανε τα μαλλιά κότσο με μια τραγιάσκα από πάνω για τον ήλιο και υπέκυψε στο γεγονός πως τελικά ήμουν μόρτης!

Έπαιρνα το αυγό και βουρ για τρέξιμο και πάλι. Κι ένα βράδυ που είχα τα γενέθλιά μου, μαζεύτηκαν φίλοι και συγγενείς στο σπίτι, από όλη τη γειτονιά. Έφεραν ο καθένας από ένα μεζεδάκι (τυρί, ελιές, λίγο κοκκινιστό από χτες, μια πίτα αυτοσχέδια με χόρτα κι ότι τυρί βρέθηκε) κι έγινε ένα πάρτυ αξέχαστο. Το μεγάλο γέλιο είναι πως υπήρχε μόνο ένας δίσκος 45 στροφών κι ο κόσμος ήθελε χορό. Ήθελε γλέντι. Όμως κανένα πρόβλημα. Το ίδιο τραγούδι το έβαζαν ξανά και ξανά , ξελιγωμένοι στα γέλια, και το χόρεψαν από τσιφτετέλι μέχρι ταγκό, από ζεϊμπέκικο μέχρι βαλς, μέχρι τσάμικο.

Κι ένας μπάρμπας που δεν τον έφτανε κανείς στο κέφι, όταν τέλειωσε το κρασί έψαχνε να βρει με τι να συνοδέψει το μεζεδάκι που είχε μείνει. Βούτηξε το σιρόπι μου για το βήχα και το ήπιε λέγοντας "εβίβα" με το κόσμο γύρω να γελάει και να του φωνάζει έχουμε και ένα μπουκάλι ξύδι κάτω από το νεροχύτη δεν το πίνεις κι αυτό να δούμε τι τραγούδια θα μας πεις?

Όλη μου η παιδική ηλικία ήταν γεμάτη από γρατζουνισμένα γόνατα, (τα ξεπλέναμε στα γρήγορα με νεράκι, ούτε καν οινόπνευμα)  από το τρεχαλητό, κόσμο κάθε λογής που τους έλεγα όλους θείους και θείες. Πολιτικές συζητήσεις ανάμικτες με γλέντι ή άγριους τσακωμούς, και παραμύθια που μου έλεγε η γιαγιά τα βράδια. Μυρουδιές άπειρες από τα παράθυρα και το πατέρα μου που γύριζε πτώμα από τη δουλειά αλλά περίμενε να ακούσει ποιες ήταν οι απορίες μου της μέρας και να μου τα εξηγήσει όλα. Και τη μάνα μου που έκανε διπλοβάρδια στο εργοστάσιο αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην είχε φτιάξει κάτι που το σπίτι θα μοσχοβόλαγε.

Και άπειρα παιδιά που είχαμε κάνει δικό μας κράτος με αρχηγούς και νόμους κι όλη τη γειτονιά μια απέραντη πατρίδα... 

Είχε πολλά δύσκολα εκείνη η ζωή και πολλά όμορφα. Είχε τις μιζέριες και τις δόξες της. Τους δεξιούς και τους αριστερούς που τσακωνόντουσαν και το χαφιέ που τα χάλαγε όλα. Είχε τους στενοκέφαλους και τους ανοιχτόμυαλους. Τους γεμάτους μικρότητες αλλά κι εκείνους που είχαν μεγαλείο. Όλοι όμως ήταν αλλιώτικοι. Φίλοι ή εχθροί ήταν κοντά. Πρόσωπο με πρόσωπο. Πάλευαν με τη ζωή και μεταξύ τους πιάνοντας ο ένας τον άλλον, αγγίζοντας. Γνωριζόντουσαν. Γνωριζόντουσαν κι είχαν άγραφους νόμους που έπρεπε να υπακούσουν για να κερδίσουν ένα πράγμα πολύτιμο. Την εκτίμηση του δίπλα. Την αξιοπρέπεια. Και τη περηφάνια. Κι οι κριτές ήταν οι δίπλα. Η μεσοτοιχία, η διπλανή πόρτα.

Κι η κάθε επέτειος  ήταν ευκαιρία για γλέντι.  Κι η κάθε συμφορά ήταν ένα πένθος που το νοιώθανε όλοι. Ίσως αλλού γινόντουσαν άλλα πράγματα αλλά στη δική μου γειτονιά έτσι ήμασταν. Άνθρωποι με ψυχή, με συναισθήματα, με φιλότιμο, με περηφάνια. Κι ούτε μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως αυτή η μικρή κοινωνία θα μετατρεπόταν σ΄αυτό το έκτρωμα που σήμερα ζουν τα δικά μου παιδιά. Που δεν πρόλαβαν να μυρίσουν δυόσμους στα μπαλκόνια. Που δεν είχαν την ευκαιρία να χτυπάνε τη πόρτα του γείτονα ανέμελα για να πουν πως τέλειωσε η ζάχαρη.

Υπάρχει κάτι που έχουμε χάσει σημαντικότερο από τους μισθούς μας, τις συντάξεις,  ή τα καταναλωτικά μας μπιχλιμπίδια. Είναι η ταυτότητά μας. Το σημάδι μας στο κόσμο. Το όριο που αν το ξεπεράσεις η ζωή χάνει την ομορφιά της και το γούστο της. Τη δυνατότητα να γεννιούνται μόρτηδες κι όχι ρομπότ...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου