Στην αρχή, όταν περπατούσα στους άδειους δρόμους της τσιμεντούπολης, ένοιωθα μια μελαγχολία να σκεπάζει τη ψυχή μου. Αυτοί οι αδειανοί δρόμοι, τα κλειστά μαγαζιά, οι ελάχιστοι περαστικοί που περπατούσαν κι αυτοί με ένα βλέμμα απορίας και φόβου στα μάτια, έμοιαζαν ένα τοπίο βγαλμένο από κάποια δυστοπική πένα που περιέγραφε τη ζωή μετά...
Σιγά σιγά καθώς περνούσαν οι μέρες, αυτό το παράξενο τοπίο άρχισε να ασκεί μια κρυφή γοητεία μέσα μου. Ίσως γιατί για πρώτη φορά άκουγα ήχους που δεν ήξερα πως υπάρχουν. Ήχοι που σκεπάζονταν τόσο καιρό από θορύβους αυτοκινήτων, από μηχανήματα, ανθρώπινο βουητό. Θυμάμαι μια νύχτα βγήκα για "προσωπική άσκηση", φύσαγε ένας αέρας και το μόνο πράγμα που διασταύρωσε τα βήματά μου ήταν ένας θάμνος που είχε ξεκολλήσει και χόρευε μέσα στη μέση του δρόμου. Τα σπίτια ήταν όλα κλειστά, έμοιαζαν σφραγισμένα και υπήρχε τόση σιωπή που δεν ήξερα αν οι άλλοτε τρελαμένοι κάτοικοι αυτής της τερατούπολης, ζούσαν ή είχαν φύγει σε κάποια άλλη διάσταση.
Η γοητεία αυτή, μετατράπηκε σιγά σιγά σε επιθυμία. Ξεχνώντας, μερικές στιγμές, σ΄αυτούς τους περιπάτους, το γεγονός πως όλο αυτό είναι μια σιχαμερή φάρσα και πως οι συνέπειες για τη μελλοντική ζωή μας θα είναι ακόμα πιο σιχαμερές, ένοιωθα να επιθυμώ, κρυφά, αυτός ο κόσμος να έμενε έτσι. Ίσως γιατί ήξερα, πως αυτός ο κόσμος που ήταν τόσο αποτυχημένος, μόλις οι πόρτες θα άνοιγαν θα ήταν ακριβώς ο ίδιος, σαν να μην τον άγγιξε η προειδοποίηση που είχε χτυπήσει τη πόρτα του.
Ο εφιάλτης της καραντίνας, σιγά σιγά άρχισε να μετατρέπεται στο "όνειρο ζω μην με ξυπνάτε". Ένα εγωιστικό όνειρο, χωρίς αναλύσεις μελλοντικών συνεπειών, χωρίς σκέψη για δράματα που μπορεί να λάμβαναν χώρα πίσω από τους κλειστούς τοίχους, χωρίς ενοχές για αυτό το συναίσθημα απαξίωσης του είδους μου, που κυριαρχούσε στους έρημους δρόμους. Στο μυαλό μου ερχόταν εκείνο που πολλοί είπαν, έγραψαν, πως τελικά σε αυτή την "πανδημία" ποιος ήταν τελικά ο πιο επικίνδυνος ιός? Εκείνος που κυκλοφορούσε έξω, ο ιος της νυχτερίδας, ή εκείνος που είχε κλειστεί σπίτι? Ο ανθρώπινος ιός?
Ήταν οι λεγόμενες ένοχες απολαύσεις, την ίδια στιγμή που οι άνθρωποι αρρώσταιναν, πέθαιναν, ζούσαν σε απόλυτο τρόμο, να βλέπει κανείς τη φύση να ανθίζει, τα πουλιά να πετάνε ελεύθερα και για πρώτη φορά κανένας ενοχλητικός θόρυβος να μην σκεπάζει το τραγούδι τους. Ναι ήταν ένα όνειρο να δει κανείς κύκνους στα καθαρά πλέον κανάλια της Βενετίας, ελάφια να τριγυρνάνε στις αμερικανικές κωμοπόλεις, λιοντάρια ξαπλωμένα στους μεγάλους αυτοκινητόδρομους. Ήταν όνειρο να βλέπεις πως πέρα από τους μαραζωμένους στη μιζέρια τους ανθρώπους, η φύση ήταν σε ένα απόλυτο οργασμό, όπως πάντα είναι, αλλά αυτή τη φορά δεν είχε ματάκηδες ανώμαλους να παρακολουθούν τις ερωτικές της περιπτύξεις.
Ήταν εφιάλτης να αναρωτιέμαι τελικά αν εμείς ήμασταν γέννημα αυτής της φύσης, ή ένα αποτυχημένο εργαστηριακό πείραμα, που κάποια στιγμή ξέφυγε και απλώθηκε στο πλανήτη, και η μόνη χάρη που μας έκαναν τα υπόλοιπα ζωντανά είναι πως δεν κήρυξαν την παρουσία μας σαν... πανδημία. Αν για μια στιγμή σκεφτόμασταν γιατί η αρχή μας και το τέλος μας μοιάζουν τόσο πολύ, εκείνη η φάτσα γεμάτη ρυτίδες που βλέπει για πρώτη φορά το φως, ίδια μ΄εκείνο το ρυτιδιασμένο πρόσωπο που θα αγκαλιάσει το σκοτάδι, εκείνα τα πρώτα βήματα που κάνουμε μπουσουλώντας αδύναμοι να στηριχθούμε στα πόδια μας, ίδια με εκείνα τα τελευταία που κάπου ακουμπάμε για να στηριχθούμε, θα σταματούσαμε όλη αυτή τη παράνοια που έχουμε ορίσει σαν ζωή, και θα προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε το ΓΙΑΤΙ.
Όλες οι ανθρώπινες υπαρξιακές αναζητήσεις έχουν κάτι το περίπλοκο, είναι ντυμένες με χιλιάδες λάθος ερωτήσεις, που μοιραία, δεν μπορούν να λάβουν τη σωστή απάντηση. Συνηθίσαμε να παρατηρούμε το μυστήριο της ζωής σαν ανεξήγητο συμβάν χωρίς να πλησιάσουμε ποτέ το αυτονόητο. Δημιουργήσαμε μέσα μας την εμμονική εξάρτηση από κανόνες, πρόσωπα, επιβολές, υποχρεώσεις, ανάγκες απατηλές , αφήνοντας στην άκρη την αυτάρκεια που βγαίνει όταν βρεθούμε στη σιωπή της δημιουργικής μοναξιάς που είναι ίσως η μόνη αξιόλογη εξήγηση, του ότι προικιστήκαμε με ένα λαβύρινθο από εγκεφαλικές συνάψεις που ζητούν να βρούμε την έξοδο.
Φαντάζομαι εκείνη τη στιγμή που ο πρώτος άνθρωπος γεννήθηκε στο σιωπηλό πλανήτη. Εκείνον που έπρεπε να ανακαλύψει τα πάντα από την αρχή, να δημιουργήσει τη ζωή του, να κατανοήσει εικόνες, ήχους, γεύσεις, χωρίς να έχει καμία "εντολή" να το καταφέρει με αυτό ή εκείνο το τρόπο. Τον άνθρωπο που προσπαθούσε να σχηματίσει τις πρώτες του λέξεις ανάλογες με το συναίσθημα που έβγαζε η ψυχή του. Πως αλήθεια γεννήθηκαν οι λέξεις? Πως η κραυγή χωρίς νόημα έγινε ρυθμός?
Χρειάστηκαν αιώνες προσπάθειας για να χάσουν τελικά το νόημα οι λέξεις. Για να μετατραπεί ο δημιουργός σε υπάλληλο μιας αόρατης, ανώνυμης εταιρείας. Χρειάστηκαν αιώνες για να μετατραπεί τελικά ο μεγάλος θαυματοποιός που έβγαζε λευκά κουνελάκια από το καπέλο του, σε ένα φτηνό παπατζή. Έφτασε στο φεγγάρι, αλλά δεν μπορεί να δει πια τη σελήνη. Μέτρησε τον ήλιο αλλά δεν μπορεί να ζεσταθεί από το φως του. Βυθίστηκε στα πιο μεγάλα βάθη των ωκεανών αλλά ξέχασε να κολυμπάει. Περπάτησε στα μεγαλύτερα ύψη, αλλά ξέχασε να αναπνέει.
Ένα παιδί, κάθεται στο ερημωμένο τοπίο, κι αυτό το κομμάτι χαρτί είναι κρυμμένο κάτω από κάτι πέτρες. Το σηκώνει, το διαβάζει κι αναρωτιέται, για ποιο πλάσμα της φύσης μιλάει.. Τρέχει στους γονείς του το δείχνει και τους ρωτάει, θέλει να μάθει τι είναι, εκείνοι με μια θλίψη του απαντούν, μια φορά κι ένα καιρό, απλώθηκε στη γη, ένας ιός...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου