Τι μας οδήγησε σαυτό
το χάλι? Τι είμαστε τελικά και ποιος ο προορισμός μας? Πως κατόρθωσαν αυτοί που
ελέγχουν τις ζωές των ανθρώπων να κερδίσουν το μεγάλο στοίχημα. Την απόλυτη
αποχαύνωση, την απόλυτη υποδούλωση χωρίς καν αλυσίδες. Ποιο ήταν το μήλο που
τελικά έφαγες?
Δεν είναι δύσκολο
να το κατανοήσουμε, ούτε κρύβεται κάποια θεωρία συνομωσίας. Είναι πολύ απλό.
Κοίτα τη ζωή σου, τη καθημερινότητα σου, τη κανονικότητα σου όπως λες. Ποια
είναι? Δουλεύεις συνέχεια μια ζωή μέχρι τα βαθιά γεράματα για να ΑΓΟΡΑΖΕΙΣ
ΣΥΝΕΧΕΙΑ. Να αγοράζεις πράγματα που αλήθεια τα έχεις ανάγκη? Αυτό ήταν το μήλο.
ΝΑ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΙ ΕΙΣΑΙ. ΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΘΕΛΕΙΣ. ΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ.
Η μετάλλαξη του «πολιτισμένου»
ανθρώπου σε ένα πλάσμα που δεν σέβεται τίποτα και τα θέλει όλα. Αυτός ο
συνδυασμός έλλειψης σεβασμού και αρρωστημένης απληστίας είναι η «κανονικότητα»
που τόσο πολύ αγωνίζονται όλοι να διατηρήσουν. Είναι η αντικατάσταση μιας ζωής
με νόημα, με ουσία, με εκείνη μιας φάρσας που υποδύεται μια ευημερία που δεν έχει
χαμόγελα, μόνο μια συνεχή αγωνία για το «αύριο».
Ο πατέρας μου,
όταν κάποιο αντικείμενο δεν το μεταχειριζόμουν σωστά, μου έλεγε «παιδί μου λίγο
σεβασμός δεν είναι όλα για μια χρήση και μετά πέταμα». Μπορείς να μου πεις γιατί έχεις στο σπίτι σου
3 τηλεοράσεις, δέκα ζευγάρια παπούτσια, δύο αυτοκίνητα, δύο ντουλάπες ρούχα,
και μισό ταψί φαγητό πεταμένο στα σκουπίδια? Μπορείς να σταματήσεις έστω και
για λίγα λεπτά, την ανόητη διαδρομή σου στο ΤΙΠΟΤΑ, και να μου απαντήσεις?
Γιατί αγόρασες
όλα αυτά που αγόρασες, εξαργυρώνοντας το κόπο της δουλειάς σου? ΠΟΙΑ ΑΝΑΓΚΗ
ΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΑΧΡΗΣΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΕΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ? Μπορείς να
απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα? Ποιο αρρωστημένο ΕΓΩ θρέφουν όλα αυτά που ΣΕ ΕΠΕΙΣΑΝ
πως είναι αναγκαία αυτοί που σου τα πουλάνε?
Κάποτε υπήρχε το «να
ξέρεις μια τέχνη» Σήμερα δεν το χρειάζεσαι. Χρειάζεσαι μόνο μεγάλες αλυσίδες
που ξερνάνε προϊόντα. Σαν το πεινασμένο σκυλί να τρέχεις να γλύφεις τα κόκκαλα. Αυτό που δυστυχώς δεν έχεις συνειδητοποιήσει είναι πως ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ. Είσαι ένα κομμάτι κρέας που ίσως σε κάποια μελλοντική δυστοπική κοινωνία, στη κυριολεξία θα χρησιμεύεις σαν φαγώσιμο είδος.
Όταν ήμουν μικρή
μια από τις πιο γλυκιές χαρές μου ήταν τα περίφημα παπουτσάκια που μου έφερνε η
νονά το Πάσχα. Τα περίμενα με λαχτάρα. Μαζί με τη λαμπάδα. Όπως περίμενα με
χαρά να ντύσω τα τετράδια να μην χαλάσουν. Το μολύβι μου έφτανε μέχρι τη γόμα
από το ξύσιμο κι ακόμα έγραφε. Το καλό μου φόρεμα που ήταν ένα και εκείνα τα
λιγοστά παιχνιδάκια που τα φρόντιζα σαν να ήταν πολύτιμοι θησαυροί. Γεμάτη ήταν
η ζωή μου από μικρούς σπάνιους θησαυρούς, από λαχτάρα για τις λίγες
διαφορετικές μέρες που θα γινόταν γιορτή, για το ένα καινούργιο απόκτημα που θα
είχα πολλές μέρες να το παρατηρώ, να το ΑΝΑΚΑΛΥΨΩ.
Με τι χαίρονται
σήμερα τα παιδιά σου?
Με τι χαίρεσαι
εσύ?
Δεν ξέρεις. Δεν
μπορείς να φανταστείς γιατί είσαι εθισμένος, όπως ένα πρεζόνι, στη πρέζα της ανάγκης
χωρίς όρια. Ότι και να αγοράσεις κάτι σου λείπει. Οσα και να έχεις δεν φθάνουν.
Ότι και να αποκτήσεις υπάρχει κάτι που θα ήθελες ακόμα. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΟΨΕΙΣ
ΤΗ ΠΡΕΖΑ ΣΟΥ. Γιατί οι γονείς σου αυτό σου έδειξαν, κι εσύ αυτό διδάσκεις στα
παιδιά σου.
Γεμάτοι αρρώστιες,
από το πολύ φαϊ, το πολύ καθισιό, τα πολλά δηλητήρια που είναι χωμένα σε κάθε «πολύτιμο»
αντικείμενο.
Απέχουμε αιώνες
από εκείνες τις μικρές γιορτές που άνθρωποι «δημιουργούσαν» ένα γλέντι με 2
ελιές κι ένα κομμάτι τυρί, κι ένα δίσκο 45αρι να παίζει στο παλιό πικ απ.
Απέχουμε αιώνες
από τη παρέα των παιδιών που γύριζαν ξελιγωμένα το βράδυ στο σπίτι με τα γόνατα
λερωμένα και τα μάγουλα κατακόκκινα.
Απέχουμε αιώνες
από εκείνες τις γυναίκες που ήξεραν να ράβουν ένα ρούχο, να χτενίζουν μόνες τους
τα μαλλιά τους, να ασπρίζουν το σπίτι όταν άρχιζαν οι τοίχοι να σκουραίνουν.
Πόσοι είναι ακόμα
που μεγάλωσαν σε ένα άλλον σύμπαν? Ενα σύμπαν χωρίς καλώδια, οθόνες και δωμάτια γεμάτα παιχνίδια που κανένα δεν
αρέσει ιδιαίτερα. Με παιδιά που δεν έπαιξαν ποτέ στους δρόμους, που δεν έχουν πάει
ποτέ σε ένα τσαγκάρη, σε μια μοδίστρα, που δεν γνωρίζουν το συναίσθημα της «λαχτάρας».
Οι επιζήσαντες 60+ κουβαλάνε ακόμα μνήμες.
Είναι εκείνοι,
που νόμισαν πως η πρόοδος θα είναι το κλειδί της ευτυχίας για τα παιδιά τους και
τώρα τα κοιτάνε εκείνα και τα εγγόνια τους και σκέφτονται…. Τι θλιμμένη
πραγματικότητα δημιουργήσαμε. Πως πιαστήκαμε τόσο κορόιδα και θα τη πληρώσουν
τα παιδιά μας. Το ανικανοποίητο της ύπαρξης που συνοδεύεται από κάθε είδους πνευματική διαστροφή που προσπαθεί να γεμίσει τα κενά μιας ζωής που δεν βρίσκει το νόημα της.
Ακόμα κι αν μέσα
στη τσιμεντούπολη νοιώθεις να πνίγεσαι, κι έχεις κάπου ένα κτήμα, ένα σπίτι σε
μια όμορφη εξοχή, δεν μπορείς να πας να εγκατασταθείς εκεί γιατί έχεις γίνει
ΑΧΡΗΣΤΟΣ. Θα μείνεις εδώ να ρουφάς καυσαέριο, να στριμώχνεσαι ανάμεσα στα άλλα
μυρμήγκια, να περνάς τις μέρες σου ψάχνοντας για λίγο ουρανό, γιατί ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ
ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ ΣΑΝ ΣΚΛΆΒΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΑΓΟΡΑΖΕΙΣ, ΝΑ
ΑΓΟΡΑΖΕΙΣ, ΝΑ ΑΓΟΡΑΖΕΙΣ. Και να ξεπουλιέσαι, φθηνά.
Οπως τα προϊόντα που αγοράζεις με τον ιδρώτα σου, η αξία σου, στο πολιτισμό της ανοησίας, καθορίζεται από μια σειρά γραμμωτούς κώδικες.
Απάντησε όχι σε
εμένα στον εαυτό σου.
ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ
ΟΝΕΙΡΟ ΣΟΥ?
Αν δεν έχεις όνειρα,
σου έχω νέα, έχεις πεθάνει αλλά δεν το ξέρεις ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου