Τόση χειροπιαστή ήταν η ευτυχία που νοιώθω τύψεις για όσους δεν την ένιωσαν.
Ήμουν η μικρή βασίλισσα σ'ενα ονειρεμένο κόσμο. Το βασίλειό μου ήταν μια μικρή συνοικία γεμάτη αυλές σε μια Αθήνα που μοσχοβόλαγε γιασεμί και φρέσκο δυόσμο στα κεφτεδάκια τις Κυριακές..
Αυτά τα κεφτεδάκια της κυρα Ξένης της γειτόνισσας. Με σκονισμένα και γρατζουνισμένα τα γόνατα από το κυνηγητό και το κρυφτό, μόλις μύριζα το δυόσμο που ψηνόταν περίμενα πονηρά τη φωνή της " Βασούλα έλα απ'δω μια στιγμή" Κι έφτανε η στιγμή μου. Έτρεχα στην αυλή της γελώντας και βουταγα δυό κεφτέδες που ακόμα σήμερα δεν κατάφερα ποτέ να πετύχω ξανά τόσο άρωμα μαζί ανακατεμένο με τη χαρά θεού της Κυριακής.
Και να ταν μόνο αυτό? Ήταν ο κυρ Λεωνίδας που είχε ένα κρασοπωλείο. Μερικά τραπεζάκια γεμάτα χρώματα από τα καρώ τραπεζομάντηλα , τρεις μεζέδες όλους κι όλους και βαρέλια που μύριζαν κρασί και με ζάλιζαν. Όλα τα πιτσιρίκια περνάγαμε από κει να δώσουμε το παρόν. Γιατί απ το Λεωνίδα οι μανάδες μας αγόραζαν τ'αυγά που έφερνε κάθε βδομάδα απ το χωριό. Δεν ξέρω αν ήμουν πολύ τοσοδούλα και τ'αυγα φάνταζαν τόσο τεράστια στα μάτια μου τόσο λαμπερά ή αν τώρα πια έχουν θαμπώσει...
Ήταν ένα βασίλειο που ησύχαζε όλους τους φόβους μου. Πως να φοβηθώ αφού ήξερα ότι μόλις η μάνα μου ξέχναγε να πάρει ζάχαρη αναλάμβανα τη πολύ σοβαρή αποστολή να πάρω από τη κυρία Πόπη δίπλα μερικές μερίδες μέσα στο βαζάκι, έτσι για ναχουμε μέχρι τη δευτέρα που θ'ανοιγε πάλι το μπακάλικο. Η κυρα Πόπη μου έδινε τη ζάχαρη και μια χούφτα καραμέλες έξτρα κι εγώ της παρέδινα περήφανα ένα κομμάτι παστίτσιο εκ μέρους της μεγάλης βασίλισσας της μάνας μου.
Ήταν όλες οι πόρτες ανοιχτές να μπαινοβγαίνω ελεύθερα σε κάθε σπίτι, να κάνω σκανδαλιές, ν'ακούω ιστορίες, να γεύομαι μεζεδάκια και ζαχαρωτά.
Πόσο πολύς κόσμος ήταν γύρω μου. Ήξερα τ'ονομά τους, τριγύριζα στις γιορτές του, κρυβόμουν πίσω από τους τοίχους κι άκουγα τους τσακωμούς τους...
Ήξερα πότε χαιρόντουσαν και πότε πονάγανε. Πότε γεννιόντουσαν και πότε πέθαιναν. Η φαντασία μου έφτιαχνε τρελές ιστορίες για το καθένα. Κι οι εικόνες τους γέμιζαν τις πρώτες μουτζουρωμένες ζωγραφιές μου.
Έρχομαι από μια εποχή που ο έρωτας, η αρρώστια , ο θάνατος, η χαρά, το γλέντι ήταν βιώματα όχι ανακοινώσεις, ήταν μάτια που κοιταζόντουσαν μεταξύ τους, λόγια που ακουγόντουσαν ψυθιριστά ή φωναχτά.. δεν ήταν κύματα μέσα από ηλεκτρικά καλώδια...
Ήμουν η μικρή βασίλισσα σ'ενα ονειρεμένο κόσμο. Το βασίλειό μου ήταν μια μικρή συνοικία γεμάτη αυλές σε μια Αθήνα που μοσχοβόλαγε γιασεμί και φρέσκο δυόσμο στα κεφτεδάκια τις Κυριακές..
Αυτά τα κεφτεδάκια της κυρα Ξένης της γειτόνισσας. Με σκονισμένα και γρατζουνισμένα τα γόνατα από το κυνηγητό και το κρυφτό, μόλις μύριζα το δυόσμο που ψηνόταν περίμενα πονηρά τη φωνή της " Βασούλα έλα απ'δω μια στιγμή" Κι έφτανε η στιγμή μου. Έτρεχα στην αυλή της γελώντας και βουταγα δυό κεφτέδες που ακόμα σήμερα δεν κατάφερα ποτέ να πετύχω ξανά τόσο άρωμα μαζί ανακατεμένο με τη χαρά θεού της Κυριακής.
Και να ταν μόνο αυτό? Ήταν ο κυρ Λεωνίδας που είχε ένα κρασοπωλείο. Μερικά τραπεζάκια γεμάτα χρώματα από τα καρώ τραπεζομάντηλα , τρεις μεζέδες όλους κι όλους και βαρέλια που μύριζαν κρασί και με ζάλιζαν. Όλα τα πιτσιρίκια περνάγαμε από κει να δώσουμε το παρόν. Γιατί απ το Λεωνίδα οι μανάδες μας αγόραζαν τ'αυγά που έφερνε κάθε βδομάδα απ το χωριό. Δεν ξέρω αν ήμουν πολύ τοσοδούλα και τ'αυγα φάνταζαν τόσο τεράστια στα μάτια μου τόσο λαμπερά ή αν τώρα πια έχουν θαμπώσει...
Ήταν ένα βασίλειο που ησύχαζε όλους τους φόβους μου. Πως να φοβηθώ αφού ήξερα ότι μόλις η μάνα μου ξέχναγε να πάρει ζάχαρη αναλάμβανα τη πολύ σοβαρή αποστολή να πάρω από τη κυρία Πόπη δίπλα μερικές μερίδες μέσα στο βαζάκι, έτσι για ναχουμε μέχρι τη δευτέρα που θ'ανοιγε πάλι το μπακάλικο. Η κυρα Πόπη μου έδινε τη ζάχαρη και μια χούφτα καραμέλες έξτρα κι εγώ της παρέδινα περήφανα ένα κομμάτι παστίτσιο εκ μέρους της μεγάλης βασίλισσας της μάνας μου.
Ήταν όλες οι πόρτες ανοιχτές να μπαινοβγαίνω ελεύθερα σε κάθε σπίτι, να κάνω σκανδαλιές, ν'ακούω ιστορίες, να γεύομαι μεζεδάκια και ζαχαρωτά.
Πόσο πολύς κόσμος ήταν γύρω μου. Ήξερα τ'ονομά τους, τριγύριζα στις γιορτές του, κρυβόμουν πίσω από τους τοίχους κι άκουγα τους τσακωμούς τους...
Ήξερα πότε χαιρόντουσαν και πότε πονάγανε. Πότε γεννιόντουσαν και πότε πέθαιναν. Η φαντασία μου έφτιαχνε τρελές ιστορίες για το καθένα. Κι οι εικόνες τους γέμιζαν τις πρώτες μουτζουρωμένες ζωγραφιές μου.
Έρχομαι από μια εποχή που ο έρωτας, η αρρώστια , ο θάνατος, η χαρά, το γλέντι ήταν βιώματα όχι ανακοινώσεις, ήταν μάτια που κοιταζόντουσαν μεταξύ τους, λόγια που ακουγόντουσαν ψυθιριστά ή φωναχτά.. δεν ήταν κύματα μέσα από ηλεκτρικά καλώδια...
Όταν με ρωτούν σε τι επάνω κράτησα έτσι πεισματικά τη ζωή μου ναχει ακόμα τόσο συναίσθημα τους απαντώ απλά, "σ'ενα ματσάκι φρέσκο δυόσμο".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου